”Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω”

Θα πετάξω μέσα απ’ το στόμα του κεριού

σαν πεταλούδα της νύχτας – που δεν καίγεται.

Σύλβια Πλαθ

Υπάρχουν βιβλία που τα κρατάς στα χέρια σου με δέος – γιατί οι σελίδες τους είναι κομμάτια σάρκας αιμάσσουσας, ζωντανής ακόμα και παλλόμενης από τον άγριο πόνο του ανθρώπινου δράματος. ”Ο  γυάλινος κώδων” ανήκει σ’ αυτά: είναι το κύκνειο άσμα της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ (1932-1963) και αποτελεί το μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά της. Εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Βικτώρια Λούκας το 1963, λίγες μόνο εβδομάδες πριν την αυτοκτονία της.

”Ήμουν πολύ περήφανη για τον ψύχραιμο τρόπο που κοιτούσα όλα αυτά τα φρικιαστικά πράγματα”, δηλώνει η ηρωίδα του, η εικοσάχρονη Έστερ. Κι αυτή ακριβώς η αποστασιοποίησή της από κάθε συναίσθημα, είναι που σταδιακά την οδηγεί στην απάθεια και τελικά στην κατάθλιψη. Η γνωστή πορεία αρχίζει: ψυχίατροι, ψυχοφάρμακα, εγκλεισμός σε κλινικές, αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, η οικογένεια σε απόγνωση.

Ο κοινωνικός περίγυρος απορεί: γιατί μια νεαρή φοιτήτρια με ταλέντο στο γράψιμο και όλες τις προοπτικές ν’ ανοίγονται μπροστά της καταλήγει έτσι; Γιατί οι προοπτικές αυτές είναι προκαθορισμένες και δεν αποτελούν δικές της επιλογές, απαντά η Έστερ. Νιώθει ότι τίποτα δεν είναι αληθινό, ότι ζει συνεχώς μέσα σ’ ένα γυάλινο κώδωνα και δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει τον αέρα μιας ζωής ελεύθερης.

Η Σύλβια Πλαθ στο ημι-αυτοβιογραφικό αυτό έργο της ακολουθεί πιστά τα χνάρια της Τζην Ρυς, τόσο στον παραληρηματικό τρόπο γραφής, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, όσο και στην χρήση προσωπικών βιωμάτων που μεταφέρονται στο κείμενο παραλλαγμένα στη μορφή τους, αλλά αυτούσια στο περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα είναι ένα σκοτεινό κομψοτέχνημα, που με ωμή ειλικρίνεια και γυναικείο πάθος μιλάει για την ”υψηλή τέχνη” της αυτοκαταστροφής.

Οι λυρικές εικόνες και η ποιητική γλώσσα -που διασώζονται απολύτως στην καλή μετάφραση- δημιουργούν ουσιαστικά ένα ποίημα με τη μορφή μυθιστορήματος, ενώ η αμεσότητα και η ένταση των ψυχολογικών καταστάσεων παρασύρει απόλυτα τον αναγνώστη στον λαβύρινθο που ζει η ηρωίδα: ψάχνει μαζί της για μια διέξοδο, συμπάσχει και αγωνιά όπως εκείνη.

Η Έστερ, ως alter ego της Σύλβια Πλαθ που επέλεξε την αυτοκτονία, αποφασίζει τελικά να προσπαθήσει – ”υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω”, επαναλαμβάνει στον εαυτό της. Γαντζώνεται απ’ ότι μοιάζει με ζωή και πληρώνει φόρο αίματος, όπως δηλώνει με συμβολικό τρόπο η περιγραφή της πρώτης της σεξουαλικής επαφής. Το αίμα άλλωστε είναι πάντα το τίμημα που πληρώνουν οι γυναίκες για να κερδίσουν το δικαίωμα στην ύπαρξη.