«If I owned Texas and Hell, I would rent Texas and live in Hell»

Είναι αληθινά εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην αμερικανική λογοτεχνική σκηνή: οι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες συγγραφείς γράφουν το ένα αριστούργημα πίσω από το άλλο! Απίστευτα καλογραμμένα, δυνατά και συναρπαστικά στην ανάγνωση μυθιστορήματα, επικά με κάθε έννοια της λέξης: σε έκταση, σε πλοκή, σε ένταση συναισθημάτων και παθών των ηρώων τους, σε πλήθος ολοζώντανων χαρακτήρων με τη στόφα του κλασικού – βιβλία που κατορθώνουν να φέρνουν στο προσκήνιο σοβαρά, δύσκολα ή και βαριά ψυχολογικά θέματα και ταυτόχρονα να προσφέρουν γνήσια αναγνωστική απόλαυση. «Ο γιος» του Φίλιπ Μάγιερ είναι ένα ακόμα εξαιρετικό προϊόν αυτού του λογοτεχνικού οργασμού που έχει τις ρίζες του στους μεγάλους Αμερικανούς συγγραφείς της «παλιάς σχολής» όπως ο Στάινμπεκ και ο Χέμινγουεϊ.

Με φόντο την «Άγρια Δύση» και τόπο το αιματοβαμμένο Τέξας από το 1849 όπου οι φυλές των Ινδιάνων κυνηγούσαν βίσωνες και έκαναν ανταρτοπόλεμο στους λευκούς αποίκους έως την εποχή μας, παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας ΜακΚάλα γαιοκτημόνων αρχικά και «πετρελαιάδων» στη συνέχεια, σε τρεις γραμμές αφηγήσεις τριών διαφορετικών χρονικά αφηγητών. Ο πατριάρχης Ίλαϊ που έχει συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής, ο γιος του Πίτερ και η δισέγγονη τού Ίλαϊ, η Τζιν Αν, αφηγούνται ο καθένας ένα κομμάτι της ιστορίας της οικογένειας, της δικής τους προσωπικής ιστορίας αλλά και του Τέξας, που όπως περιγράφεται στο βιβλίο δικαιώνει απόλυτα τη ρήση του στρατηγού Σέρινταν στον τίτλο αυτής παρουσίασης.

Και τι αφηγήσεις είναι αυτές των τριών πρωταγωνιστών… Σκληρές, αληθινές, συγκινητικές, απάνθρωπες, ρομαντικές, συγκλονιστικές σε πολλά σημεία. Η εξαιρετική γραφή του Μάγιερ κατορθώνει να μιλήσει, μέσα από τις αναμνήσεις των ηρώων του, για τα πάντα: για την ομορφιά της φύσης και του άγριου τρόπου ζωής που καταστράφηκε από την απληστία του χρήματος, για το αίμα και τις θηριωδίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν οι οικονομικές αυτοκρατορίες, για τον ρατσισμό και το μίσος, για τον έρωτα σε όλες του τις μορφές και για τις ανθρώπινες σχέσεις, για τον αγώνα του ανθρώπου να επιβιώσει αλλά και για τη χειρότερη πλευρά του «ανθρώπινου ζώου», στην οποία άλλοι παραδίδονται αμαχητί και άλλοι προσπαθούν να τη δαμάσουν.

Όλο το μυθιστόρημα είναι αριστουργηματικά χτισμένο, αλλά το καλύτερο κομμάτι του κατά την εκτίμησή μου, είναι η αφήγηση του πατριάρχη Ίλαϊ καθώς περιγράφει τα εφηβικά του χρόνια που τα έζησε μαζί με τους Κομάντσι, όταν μια ομάδα από αυτούς δολοφόνησαν τη μητέρα και τα αδέρφια του και πήραν τον ίδιο αιχμάλωτο αρχικά, μέλος της φυλής στη συνέχεια και θετό γιο του αρχηγού της. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ρεαλιστική και ολοζώντανη όχι απόδοση, αλλά ολική επαναφορά από τον κόσμο των νεκρών πολιτισμών του τρόπου ζωής, της κουλτούρας, της ψυχοσύνθεσης, της κοινωνίας και της κοσμοθεωρίας των ιθαγενών της Βορείου Αμερικής. Διάβαζα έκθαμβη και ταυτόχρονα αναλογιζόμουν πόση έρευνα πρέπει να έκανε ο συγγραφέας για να το καταφέρει αυτό και πόση ενέργεια από τον ίδιο του τον εαυτό πρέπει να πρόσφερε για να δώσει αυτή τη δυνατότητα στον αναγνώστη, να «ζήσει» μέσα σε έναν πολιτισμό που δεν υπάρχει πια… Εικόνες απίστευτης ομορφιάς, εικόνες που σοκάρουν με τη βιαιότητά τους, ιστορίες και γνώσεις για πάντα χαμένες για τον δυτικό άνθρωπο, λεπτομέρειες και περιγραφές εκπληκτικές, και χιούμορ… Ειλικρινά δεν γνώριζα ότι οι Ινδιάνοι μπορούσαν να έχουν μια τέτοια αίσθηση του χιούμορ και της σάτιρας – γέλασα πολύ με ορισμένα ινδιάνικα ονόματα τα οποία μάταια οι άποικοι προσπαθούσαν να αποδώσουν με πιο ευπρεπή τρόπο (κορυφαίο, «Το Μουνί του Κογιότ» που μετατράπηκε σε «Ράχη του Βουβαλιού» για να γραφτεί στις εφημερίδες).

«Ο γιος» είναι πραγματικά ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Τον δικαιούται τον τίτλο, διότι ο Μάγιερ απέδειξε ότι είναι ένας μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας.