Μία σπάνια συνάντηση ενός καθηγητή, πανεπιστημιακού δασκάλου και εύστοχου κριτικού πνεύματος με έναν ποιητή αγαπησιάρικο, γέμοντος συναισθήματος που αναβλύζει μέσα από όλα τα κύτταρα της έρρυθμης καρδούλας του, γίνεται ποτάμι και μας κατακλύζει με το γάργαρο νερό, με τα νάματα της διαχρονικής ελληνικής και πανανθρώπινης ψυχής, που συσσωρεύει αισθήματα με την ίδια σχολαστικότητα που οι άλλοι αποθηκεύουν υλικά αγαθά.

Κελαρυστή αυτοβιογραφία, πεποικιλμένη αφήγηση, όπου με έντεχνο τρόπο ενσωματώνονται και μπολιάζονται τα «ιστορικά» εκείνα στοιχεία που δεν ταιριάζουν στην ποιητική επιφάνεια αλλά την τροφοδοτούν με τους χυμούς της.

Η λογοτεχνική ανθοφορία του Γιώργου Μαρκόπουλου, λαϊκή κι εστετίστικη ταυτόχρονα, μέσα στα χρόνια καταδέχτηκε να αγγίξει όλες τις πτυχές της αληθινής ζωής, του πραγματικού βίου πέρα και έξω από τα γραπτά. Ακόμα και το ποδόσφαιρο δέχτηκε τις ποιητικές θωπείες του. Λόγος μελίρρυτος, ενσυναίσθηση σε βαθμό ανυπέρβλητο, φωνή αγαπητική. Φιλότητα και Ορφικός Έρως είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η θεματική και η ποιητική του Γιώργου Μαρκόπουλου. Όλα τα άλλα είναι απλώς λεπτομέρειες για να προχωράει η αφήγηση μιας ιστορίας που δεν αφορά τη ζωή του ή και την τέχνη του, αλλά την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» γύρω του, αυτό το «ποτάμι» όπως το λέει ο ίδιος και το μοιράζεται με τον συνομιλητή του Θεοδόση Πυλαρινό, που υψώθηκε πάνω από τα όρια της ακαδημαϊκής κριτικογραφίας κι αποδελτίωσε ανασυνθέτοντάς τες τις συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς ο λαοπρόβλητος και λαοφιλής ποιητής σε όλα σχεδόν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Είναι σπάνιο αυτό, ιδιαίτερα απαιτητικό και ολισθηρό για έναν καταξιωμένο και πολυβραβευμένο λογοτέχνη. Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία του λόγου σε καιρούς χαλεπούς. Και πότε δεν ήταν οι καιροί χαλεπό σε αυτήν την πολύπαθη χώρα;

Κάθε εκφερόμενη κουβέντα είναι ευθέως παρεξηγήσιμη αποκομμένη από τα συμφραζόμενα και στον εν γένει ρυθμό που συνέχει την αφήγηση και την υποστηρίζει. Όμως ο καλός ο ποιητής σώζεται χάρη στην αγνότητά του, στην αθωότητα της καρδιάς του, στο φιλάνθρωπο στίγμα του που ερωτοτροπεί με το Απόλυτο Λευκό. Όσο κι αν κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να προσλάβει ως αφέλεια την τόση αισθηματολογία, υπάρχει όμως κάτω από το κείμενο ένας άλλος υδροφόρος ορίζοντας, απόλυτα φιλοσοφικός και υπαρξιακός, απόλυτα αισθητικός: της συνύπαρξης με τα πρόσωπα και τα πράγματα, με τα ζώα και με τα φυτά, με τον ήλιο και με τη θάλασσα που συναπαρτίζουν το ελληνικό τοπίο, εσωτερικό κι εξωτερικό. Από τη Μεσσήνη της Μεσσηνίας ο Γιώργος Μαρκόπουλος, από το «Νησί» που λέγαμε παιδιά εμείς οι Καλαματιανοί, έχει το πλεονέκτημα των αυτοχθόνων του ποιητικού τοπίου, αλλά και το προβάδισμα των νομάδων εκείνων που δεν βολεύονται σε στεγανά, σε ασφυκτικούς θεσμούς κι αρνούνται ετικέτες παντός είδους. Είναι σαν να τον ακούω διαβάζοντας αυτές τις προσεκτικές και προσεγμένες γραμμές, είναι ζωντανά τα νοήματα κι ανεξίτηλες οι εικόνες που γεννάει μέσα μας ο λόγος του. Και μην βιαστείτε να τον κρίνετε από μεμονωμένες γραμμές του, μην ξεκόψετε το νόημα από την αισθηματική ουσία, γιατί δεν πρόκειται για λόγο ξύλινο και άψυχο, αλλά λόγο που αναβλύζει από το θυμικό του ποιητή κι απευθύνεται στο θυμικό του αναγνώστη. Εξάλλου, το λογιστικό/λογισμικό στοιχείο στην Ποίηση είναι υπερτιμημένο και οδηγεί σε αχώνευτα υβρίδια.

Εξαιρετική η πρωτοβουλία του διακεκριμένου Καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού να συντάξει ετούτον τον νεοελληνικό «κέντρωνα» (στο πρότυπο των βυζαντινών κεντρώνων) κι ευελπιστώ αυτή η απόπειρα να έχει συνέχεια και με άλλους ζώντες νεοέλληνες ποιητές. Οι πεθαμένοι ούτως ή άλλως δεν μας έχουν ανάγκη. Απολαμβάνουν τα προνόμια και τη ραθυμία της Νήσου των Μακάρων, όταν ποιητές είναι. Οι ζωντανοί όμως είναι παρόντες, ακόμα κι όταν το θέλουν, όταν επιθυμούν τη σιωπή. Οι μη νεκροί ποθούν να ζυμωθούν με το κοινωνικό γίγνεσθαι για να αλλάξουν την πραγματικότητα από ζοφερή σε ανεκτή, αν όχι και σε παραδείσια.

Το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» είναι πλησμονή και περίσσευμα, γενναιοδωρία κι αυτοθυσία, αναβλύζουσα ενέργεια και χάρισμα. Κι όσο κι αν δεν το λάβαμε δωρεάν, με χαρά το μοιράζουμε σε όσους έχουν ώτα ν’ ακούσουν και μάτια για να δουν.

Σπανίως συγκινούμαι από μελέτες και δοκίμια. Εδώ όμως πρόκειται για ένα ιδιότυπο ανθολόγιο ημερολογιακών καταγραφών δοσμένων συνεντεύξεων που βρίσκουν εδώ (ως απόσταγμα πλέον) ένα δεύτερο επίπεδο διαδράσεως.

«Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο» είναι ένα εμβριθές μελέτημα του Θεοδόση Πυλαρινού για ψαγμένους και υποψιασμένους αναγνώστες, εθισμένους στην αφηγηματική χάρη και στη νοηματική πληρότητα.