Ενάντια στη σιωπή
Ο Μπουαλέμ Σανσάλ γεννήθηκε το 1949 στο Τενιέτ-ελ-Χάαντ της Αλγερίας και σήμερα ζει στο Μπουμερντές, κοντά στο Αλγέρι. Μηχανικός, διδάκτωρ των οικονομικών επιστημών, γενικός διευθυντής του υπουργείου Βιομηχανίας της Αλγερίας, απομακρύνθηκε από τη θέση του το 2003 λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Πολλά από τα βιβλία του είναι απαγορευμένα στην Αλγερία. Ο Σανσάλ γράφει στα γαλλικά. Τιμήθηκε το 1999 με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το βιβλίο Le serment des barbares. Ο «Γερμανός μουτζαχεντίν» (γαλλικός τίτλος: “Le village de l’Allemand ou Le journal des freres Schiller”) τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο RTL-Lire, το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Societe des gens de lettres, το βραβείο Louis Guilloux και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Από τις πρώτες σελίδες του «Γερμανού μουτζαχεντίν» καταλαβαίνουμε ότι αυτό το βιβλίο δεν θα είναι ένα συνηθισμένο ημερολόγιο καταγραφής σκέψεων, συναισθημάτων ή γεγονότων. Ο νεαρός Μάλριχ γράφει για τον αδελφό του Ρασέλ Σίλερ που αυτοκτόνησε σε ηλικία 33 ετών, τον Απρίλιο του 1996. Ο Ρασέλ του άφησε το ημερολόγιό του στο οποίο αποκαλύπτει πως ο Γερμανός πατέρας τους ήταν αξιωματικός των Ες Ες που φυγαδεύτηκε μέσω Αιγύπτου στην Αλγερία, όπου, αφού έγινε ήρωας της ανεξαρτησίας, αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωριό και δεν έφυγε ποτέ από κει μέχρι το (φρικτό) θάνατό του. Ο Ρασέλ ήταν μηχανικός, εργαζόταν σε πολυεθνική εταιρία που πουλούσε αντλίες νερού, είχε παντρευτεί την όμορφη Οφηλία και έμενε σε μονοκατοικία σε κάποια απόσταση από τη σιτέ (μια οικιστική ζώνη πολυώροφων εργατικών πολυκατοικιών που προορίζεται για μετανάστες), στα περίχωρα του Παρισιού. Ήταν νέος, όμορφος, πετυχημένος. Ο Μάλριχ, αρκετά χρόνια νεότερος, δεν είχε στενή σχέση μαζί του. Μένει στο δέκατο όροφο μιας πολυκατοικίας με το θείο Αλί και τη θεία Σακίνα, που τους μεγάλωσαν και τους δυο όταν ο πατέρας τους τούς έστειλε στη Γαλλία, σε ηλικία επτά και οκτώ χρονών, το 1970 και το 1985 αντίστοιχα. Είναι παραβατικός, έχει μόλις αρχίσει να ξεκόβει από τους ισλαμιστές της συνοικίας, η τελευταία του δουλειά ήταν σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και ούτε ο ίδιος ούτε τα φιλαράκια του μπορούν να διανοηθούν μια ζωή έξω από τα όρια της σιτέ.
Η ιστορία του Ρασέλ, η προσπάθειά του να κατανοήσει πώς ο πατέρας τους οδηγήθηκε στη μαζική εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα οδηγήσει τον Μάλριχ στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων με τους γύρω του και με τον εαυτό του. Εκεί που ο Ράσελ σηκώνει το βάρος των εγκλημάτων του ναζί πατέρα του, εκείνος θα μπορέσει να ανοίξει το δρόμο προς το μέλλον με τη δημοσίευση των ημερολογίων, του δικού του και του αδελφού του, τόσο διαφορετικών αλλά και τόσο παράλληλων.
Παρ΄όλο που το θέμα του είναι σκοτεινό και γίνεται σκοτεινότερο καθώς ο Ρασέλ ανακαλύπτει τη μεθοδικότητα των ναζί στην εξόντωση των Εβραίων, τσιγγάνων, αντιφρονούντων και λοιπών εγκλείστων του Άουσβιτς και των άλλων στρατοπέδων συγκέντρωσης –και καθώς ο Μάλριχ συνειδητοποιεί το μέγεθος της εξουσίας και της επιρροής που ασκούν οι ισλαμιστές στα παρισινά προάστια-, το βιβλίο όχι μόνο δεν χάνει, αλλά κερδίζει σε εκφραστική δύναμη και αποκαλύπτει ένα-ένα τα συστατικά της πρωτοτυπίας του για την οποία έγινε λόγος στην αρχή της παρουσίασης: την αμεσότητα της γραφής του 19χρονου Μάλριχ και το εύρος της ηθικής συνείδησης του Ρασέλ που θυσιάζει τη ζωή του όχι από αυτολύπηση αλλά από αγάπη. Ο Σανσάλ σκιαγραφεί με ανεξίτηλο μελάνι τη ζωή στα υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια σε αντιπαραβολή με τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αν η αντιπαραβολή αυτή μοιάζει εκ πρώτης όψεως υπερβολική, ας αναλογιστούμε τις συνέπειες που είχε η άνοδος του ισλαμισμού στα κοσμικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής, αλλά και στις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές ή/και ατομικές ελευθερίες περιορίστηκαν στο όνομα της ασφάλειας.
Το «Ημερολόγιο των αδελφών Σίλερ» δεν είναι, όμως, πολιτικό μυθιστόρημα κι ας είναι σαφείς, σαφέστατες, οι πολιτικές αναφορές του συγγραφέα στην κατάσταση στην πατρίδα του κατά τη δεκαετία του 1990. Είναι, πρωτίστως, ένα μυθιστόρημα για τον άνθρωπο, τη γη όπου γεννήθηκε (ή ζει), την οικογένειά του, μια παρακαταθήκη ενάντια στη σιωπή. Ή, όπως λέει ο Μάλριχ: «Το μόνο που μας χρειάζεται είναι να μιλάμε μεταξύ μας και να λέμε τα πάντα στα παιδιά.» (σελ. 202).