Η ισχύς της αφηγηματικής ικανότητας
Ένα νεαρό κορίτσι περπατά στον δρόμο και διαβάζει μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, επειδή τα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα –και ο 20ός αιώνας γενικότερα– δεν της αρέσουν. Αυτή η πράξη της τη θέτει σε κίνδυνο, ενώ παράλληλα την καθιστά επικίνδυνη και «προβληματική». Το κορίτσι δεν έχει όνομα, είναι απλά η μεσαία αδερφή, σε ένα μυθιστόρημα όπου σχεδόν κανένας χαρακτήρας δεν έχει όνομα, όπου ο τόπος δεν έχει όνομα. Μπορούμε όμως εύκολα να συμπεράνουμε ότι η συγγραφέας του «Γαλατά «Anna Burns, η νικήτρια του Booker του 2018, γράφει ένα μυθιστόρημα για το Μπέλφαστ της περιόδου των ταραχών, τη δεκαετία του 1970.
Η δεκαοχτάχρονη αφηγήτρια προσπαθεί να μην ξεχωρίζει, πηγαίνει στη δουλειά της, απολαμβάνει το τρέξιμο, διατηρεί μια ίσως-σχέση με έναν νεαρό και διαβάζει πολύ. Η καθημερινότητά της ανατρέπεται όταν ένας από τους ηγέτες παραστρατιωτικής οργάνωσης γίνεται ξαφνικά η σκιά της. Εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της, της μιλάει χωρίς να την κοιτάζει και εκτοξεύει έμμεσες απειλές για τη ζωή του ίσως-φίλου της. Πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει το αντικείμενο του ερωτικού ενδιαφέροντος του επονομαζόμενου «Γαλατά», ενός άντρα επικίνδυνου, που διαθέτει μάτια και αυτιά παντού. Οι φήμες αρχίζουν να εξαπλώνονται: είναι η ερωμένη του, η ερωμένη ενός άντρα που έχει τα διπλάσιά της χρόνια, που είναι μπλεγμένος και αδίστακτος. Η κοινότητα –η γειτονιά, οι δήθεν θεοσεβούμενες νοικοκυρές, οι γκρούπις των παραστρατιωτικών, οι κοντινοί συγγενείς– μιλούν, δημιουργούν ανυπόστατες φήμες, τις διαδίδουν και κατασκευάζουν μια νέα πραγματικότητα για τη μεσαία αδερφή. Οι προσπάθειές της να αντισταθεί στην κατασκευασμένη από τον περίγυρο πραγματικότητα αποβαίνουν άκαρπες, αφού ούτε καν η ίδια της η μητέρα δεν μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από τις διαδόσεις. Και ο κλοιός σφίγγει γύρω της, στερώντας της σταδιακά κομμάτια της προσωπικότητάς της, οδηγώντας την στην αμφισβήτηση της αξίας της αντίστασης που προβάλλει.
Σε μια πόλη όπου υπάρχει η «σωστή θρησκεία» και η «λάθος θρησκεία», όπου οι γειτονιές των «άλλων» είναι απαγορευμένος τόπος, όπου οι στρατιωτικές δυνάμεις σφάζουν μαζικά τα σκυλιά της γειτονιάς επειδή προειδοποιούν τους κατοίκους της για την έλευσή τους, όπου οι όροι «εθνικιστής» και «παραστρατιωτικός» εντάσσονται στο καθημερινό λεξιλόγιο, τότε η ζωή είναι ούτως ή άλλως ασφυκτική. Είναι όμως η πραγματικότητα της αφηγήτριας, μια πραγματικότητα που φαίνεται να έχει αναγκαστικά αποδεχτεί. Αυτό που την εγκλωβίζει στην αδυναμία αντίδρασης και της στερεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού είναι η ισχύς της τοπικής κοινωνίας που απαιτεί συγκεκριμένες συμπεριφορές και συγκεκριμένες διαδρομές. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτές κατατάσσει το άτομο στους «απροσάρμοστους» της περιοχής, επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο που μπορεί κάποια στιγμή να κληθεί να αποφασίσει για τη μοίρα του. Είναι μια κοινωνία πολιτικού και θρησκευτικού φανατισμού που δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα πίσω από τα τείχη που έχει χτίσει η ίδια.
Χρησιμοποιώντας τη ροή της συνείδησης η συγγραφέας ρίχνει βότσαλα στη λίμνη της μνήμης της μεσαίας αδερφής και περιγράφει εξαντλητικά τους κυματισμούς που αυτά δημιουργούν ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο την αφήγησή της σε γεγονότα πέραν του βασικού αφηγηματικού κορμού και κατορθώνοντας μέσα από τον εξαιρετικής τεχνικής αφηγηματικό ιστό που πλέκει να δώσει μια συνολική εικόνα της τοπικής κοινότητας και των ανθρώπων της που αδυνατούν να καταλάβουν τη διάκριση ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο.
Η μεταφράστρια Μαρία Αγγελίδου παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό μια πραγματικά καλή μετάφραση ενός εξαιρετικού αλλά απαιτητικού κειμένου.