Διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ο Παναγιώτης Δημητριάδης που γεννήθηκε το 1982 στην Αμερική και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίζεται στον απαιτητικό κι άκρως ανταγωνιστικό χώρο της Ποίησης με αυτή την ποιητική συλλογή που έχει τον άκρως συμβολικό και υποδηλωτικό τίτλο «Ο φόνος του λευκού». Τα τυπωμένα ψηφία, το σύρσιμο της πένας στο χαρτί, το χτύπημα των πλήκτρων του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η ψηλάφηση των ηλεκτρονικών οθονών, οι κραυγές απελπισίας κι απογνώσεως, όλ’ αυτά σκοτώνουν το λευκό της σιγής, του τάφου, της ικεσίας για ένα ανεκτότερο τώρα, αν όχι και για ένα καλύτερο αύριο.

Ο Δυτικός ρασιοναλισμός όπως αναπτύχθηκε στον Μεσαίωνα παρερμηνεύοντας τον Αριστοτέλη κι η παντοκρατορία της Λογιστικής εις βάρος της Λογικής της ιδίας, οδηγούν τους νέους –απασών των ηλικιών– σε αμφισβήτηση της νοησιαρχίας, όπως φαίνεται στο ανθολογημένο από εμένα ποίημα με τίτλο:

 

υπό-λογισμός

 

η σκέψη μου στριμώχτηκε

σε κύτταρα κορνίζες

συμβολικά αναίσθητων

κρυστάλλων δακρυσμένων

 

ο όγκος διαμελίστηκε

με αθόρυβο ουρλιαχτό

κι όλη η δόξα των ψηφίων

σε βίαιες, κωφάλαλες, τραυλές

ηλεκτρισμένες νότες

 

μα πόση μνήμη να χωρά μια σταγόνα

στην πεπλεγμένη σκιά του καμβά

ανάπηρο γέννημα του χώρου

μοναχικά δυαδικών

δισδιάστατων ονείρων (σελ. 16).

 

Εδώ είναι σαφές πως η ομιλούσα ποιητική φωνή διαθλά και συνθλίβει τα φαντάσματα ενός κόσμου που παραείναι «λογικός» για να είναι αληθινός και παραείναι εντατικοποιημένος για να είναι «φυσικός». Η ποιητική αυτή ανάγκη για υπέρβαση των ασφυκτικών λογικών πλαισίων και κοινωνικών συμβάσεων κραυγάζει ήδη από τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες και τις διάχυτες αντένες του Καρυωτάκη, στον λαβύρινθο των νεύρων μπερδεύεται όλη η Φύσις κι η απλή, αγνή, άδολη κι αφειδώλευτη απαίτηση του ανθρώπου, του φτωχού πανάθλιου μίζερου ανθρώπινου όντος να αγαπηθεί «όπως είναι» [όσο κι αν αυτό το «είναι» είναι σαφώς ατελές κι εν εξελίξει]… Όμως κανείς δεν μιλάει για τα πτώματα στην ντουλάπα κι ο φόνος του Λάιου θα αποκαλυφθεί χάρη στη ντοστογιεφσκική επιμονή του φονιά του. Οιδίποδες τύραννοι είμαστε όλοι κι όταν ανακαλύψουμε την τύφλα μας, όταν παραδεχτούμε την άγνοιά μας, τότε ανοίγει ο δρόμος για τον τυφλό μάντη Τειρεσία και παίρνουμε τη δύσβατη ατραπό της Σοφίας.

 

 

ο φόνος

 

κόπασε η τύρβη των κυμάτων

και ξέμεινε χωρίς ταξίδι ο προορισμός

 

ήχοι κάλπικων λέξεων

τρύπια φωνήεντα ωδές

τυλίγουν το νήμα της σκέψης

“άρχω τακτικά άναρχος”

 

Οι ρυτίδες του ανέμου

μόνο, μαρτύρησαν

τη διασπορά της βροχής

των ενστίκτων τη λύσσα

 

που χάρισαν τραχύτητα, μα

κι ελαφρόπετρα στην πένα

επιτήδειος τώρα η τέρψις

με ελαφρόπετρα καρδίας

 

στον καθρέφτη ο ιθύνων

ηχεί το κύμα της αρπάγης

μ’ έναν ωχρό υπαινιγμό

“ο Οδυσσέας πέθανε”

 

στην απόγνωση του μαύρου

ενθάδε κείται τώρα το λευκό (σελ. 29).

 

Το μαύρο είναι κι αυτό μόνο κι απελπισμένο, η μήτρα του λευκού, η «παιδοποιός μήτρα» της μητροκτόνου Μήδειας, μόνο που αναλαμβάνονται εις τους Ουρανούς ως απόγονοι του ήλιου τα παιδιά της αδίστακτης μάγισσας στο τέλος της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη, κάτι που δείχνει –συνεκτικώ τω τρόπω– ότι το Φως πάντα υπερέχει κι ότι το λευκό είναι η κρυφή επιθυμία του μαύρου. Ας πούμε λοιπόν πως το λευκό είναι το φωτεινό αντικείμενο του πόθου για κάθε περιβάλλουσα κι εμβαλλομένη ένδοθεν σκοτεινιά.

 

Και η Ποίηση; Τι ρόλο παίζει η Ποίηση; Είναι λέξεις συσσωρευμένες στο χαρτί άνευ περαιτέρω νοήματος, βραχύβιες και θνησιγενείς; Πόση ματαιότητα κρύβει μέσα της μια τόσο αναμενόμενη «φυγή» από την καθημερινότητα; Πού είναι η έξοδος και πώς να τη βρεις; Όμως ας ακούσουμε τον ποιητή:

 

η διδαχή των λέξεων

 

θαρρείς πως γνώρισες το ανόητο

κι αυτό-ορίστηκες νοήμων

 

σε κούρασε

η αταξία της θάλασσας

ο φάλτσος ήχος του ανέμου

η χλωμή βεντάλια του ήλιου

ν’ αποσυρθείς στις μελανές ρυτίδες σου

να ονειρευτείς πως είναι γέννημα θεών

σαν κάτι πιο μεγάλο

πιο πολύ να κρύβουν

 

μα τι θαυμάζεις στα κενά

που πλήγωσες τον βράχο

τόσο λοιπόν αγάπησες

την απουσία της ύλης

που έγινες κι εσύ

μια άδεια λέξη

νοητή

 

ποιητή, ποιητή

τι γλώσσα μιλάς; (σελ. 9).

 

Η ανάγκη για μια ανώτερη νοητική τάξη αρμονικής αξιώσεως και μετα-φυσικού μεγέθους καθιστά τη Φύση σαν άναρχη δυσαρέσκεια αταξίας ανυπολόγιστης αφόρητης για το κοινό ποιητικό μυαλό που αναζητεί στο Άχωρο, στο Άχρονο και στο Αχειροποίητο τη δόξα μιας γαλήνης παντοτινής, που δεν είναι συνώνυμη μήτε ταυτόσημη του θανάτου.

 

Αυτά επί του περιεχομένου. Το θέμα όμως δεν είναι η ποίηση, απλώς το δόλωμά της. Και για τον ρυθμό, τη χορευτική διάσταση των τυπωμένων λέξεων τι έχουμε να πούμε; Ο λόγος σ’ εσάς, γιατί εγώ αδυνατώ. Η χωρική διευθέτηση των λέξεων μετατρέπει ίσως κάποια από αυτά τα πονήματα σε εικονοποιήματα, όμως η κοινή «προπατορική» κατάρα της συγχρόνως γραφομένης ποιήσεως έγκειται ακριβώς σε αυτήν την ατονική πεζολογία, την ψηφιοποιημένη ακουστική μιας μελωδίας σπασμένης εις τα εξ ων συνετέθη, από την οποία δεν ακούμε ούτε καν ένα fractal μιας διαμελισμένης νότας. Δεν απορώ και δεν εξίσταμαι, απλώς παρατηρώ και προσέχω. Πού πήγαν εκείνα τα πλούσια μέτρα και σταθμά της ζωντανής ανθρώπινης λαλιάς; Μας έφαγαν τα πληκτρολογημένα διεθνοποιημένα αγγλικά και η πλήρης απαξίωση της αριθμητικώς περιορισμένης γλώσσας μας; Ξέρετε, χωρίς γλώσσα και ρυθμό ποίηση δεν νοείται. Μήπως αυτό εν-νοεί ο ποιητής Παναγιώτης Δημητριάδης στο δίστιχο:

 

ποιητή, ποιητή

τι γλώσσα μιλάς; (σελ. 9).

 

Ο Οδυσσέας απάντησε «Ούτις» στον Πολύφημο. Εμείς μπορούμε να απαντήσουμε «ουδεμία»; Τραγικό το βρίσκω. Και πικρό. Αλλά αληθινό, ίσως…

 

Ο Παναγιώτης Δημητριάδης ξέρει να αναδεύει τις λέξεις και να μοιράζει τα νοήματα από καρδιάς με δομημένο αρχιτεκτονικό τρόπο επιχειρώντας να θέσει σε μαθηματική τάξη την έξωθεν φαινομενική αναρχία της Φύσης.