Ως συνήθως, η Camilla Lackberg εμπλέκει μια ιστορία του παρελθόντος στο παρόν και αναζητά τις συνδέσεις που οδηγούν σε κάθε περίπτωση στην επίλυση του τιθέμενου μυστηρίου. Αυτή τη φορά στο βιβλίο της «Ο Φαροφύλακας» η ιστορία από το παρελθόν λαμβάνει χώρα σε ένα μικρό και απομονωμένο νησί (το Γκρόχουερ) που δεν απέχει πολύ από τη συνήθη τοποθεσία των ιστοριών των προηγούμενων βιβλίων της, το ψαροχώρι Φιελμπάκα: «Όταν τα άνοιξε ξανά, διέκρινε στο βάθος το Γκρόχουερ. Η καρδιά αναπήδησε στο στήθος της. Πάντα το έκανε όταν αντίκριζε το νησί και έβλεπε το μικρό σπίτι και τον φάρο που υψωνόταν πάλλευκος και περήφανος προς τον καταγάλανο ουρανό» (σελ.10-11). Σύμφωνα με τον μύθο, οι άνθρωποι που πεθαίνουν σε αυτό το νησί δε φεύγουν ποτέ.
«Ο Φαροφύλακας» αποτελεί άμεση συνέχεια του μυθιστορήματος «Η Γοργόνα». Στο παρόν βιβλίο, πέρα από τους γνωστούς από τα προηγούμενα βιβλία της χαρακτήρες, η συγγραφέας γίνεται δημιουργός νέων ηρώων και ιστοριών, που είναι ενδιαφέρον να κατανοήσουμε πώς συνδέονται μεταξύ τους. Η αφήγηση ξεκινά με την ιστορία της Νάταλι και του γιου της, Σαμ, που επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στη Φιελμπάκα και συγκεκριμένα στο κοντινό και απομονωμένο νησί Γκρόχονερ, που κάποτε ήταν το καταφύγιό της. Για ποιο λόγο έχει επιστρέψει στο νησί, όπου εκτός από το σπίτι που διατηρούσε εκεί η ίδια, το μόνο κτίσμα που υπήρχε ήταν ο φάρος, ο οποίος λειτουργούσε πολλά χρόνια πριν;
Η συγγραφέας υφαίνει μαζί το παρελθόν και το παρόν, καθώς στις ιστορίες της το παρελθόν έχει καθοριστική σημασία για την τροπή του παρόντος. Το παρελθόν ζει μέσα στο παρόν και το επηρεάζει απόλυτα. Έτσι, οι παλιοί-γνωστοί χαρακτήρες των ιστοριών της συνδέονται με νέους χαρακτήρες του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος. Ένα δίκτυ σχέσεων που απλώνεται στον χωροχρόνο και αποτελεί τη βάση για τη λύση του κάθε εγκλήματος. Οι ήρωες, παλιοί και νέοι, καθώς και οι ιστορίες, παλιές και νέες, αλληλεπιδρούν είτε ακούσια είτε εκούσια. Όλοι και όλα σχετίζονται μεταξύ τους.
Η συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει τους ήρωές της σαν μαριονέτες που εξυπηρετούν την πορεία και την πλοκή των ιστοριών της. Δείχνει έναν σεβασμό προς τους χαρακτήρες που δημιουργεί σε κάθε βιβλίο της και τους ήδη υπάρχοντες από τα προηγούμενα βιβλία. Τους δίνει πνοή και ταυτότητα και έπειτα τους αφήνει να δράσουν και να αναπτύξουν τον χαρακτήρα τους. Τα κίνητρα της δράσης τους σχετίζονται με όσα βιώνουν, καθώς επίσης και με την ψυχοσύνθεσή τους. Η ψυχογράφηση των ηρώων μέσα από τη λεπτομερή παράθεση των σκέψεών τους τούς κάνει ρεαλιστικούς.
Παράλληλα με την ιστορία της Νάταλι, μας παρουσιάζει αρχικά τον γνωστό πρωταγωνιστή των προηγούμενων βιβλίων της, τον επιθεωρητή της αστυνομίας Πάτρικ, καθώς και τη γυναίκα του, Ερίκα, συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, να βρίσκονται στην κηδεία του γιου της αδερφής της, Άννας, ο οποίος πέθανε από ατύχημα. Το μετέπειτα της ζωής τους περιγράφεται παράλληλα με τις άλλες ιστορίες.
Επίσης, μας παραθέτει και τη συνέχεια της ζωής των άλλων ηρώων. Η Αννίκα με τον άντρα της, Λέναρντ, περιμένουν να υιοθετήσουν ένα παιδάκι από την Κίνα. Ο Μέλμπεργ ζει με τη Ρίτα ευτυχισμένος. Ενώ ξαφνικά ο συμπαθής σε όλους οικονομικός υπεύθυνος του δήμου, Ματς Σβερίν, βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του. Η Νάταλι τυγχάνει να είναι παλιά φίλη του Ματς. Ακόμη, παρακολουθούμε ταυτόχρονα και άλλες τρεις ιστορίες. Η Μαντελέν έχει καταφύγει στη Δανία με τα δύο παιδιά της, τα δύο αδέρφια, Βίβιαν και Άντερς, έχουν πείσει τον Έρλινγκ να δώσει χρήματα για την αναπαλαίωση του κτιρίου Μπάντις και για τη λειτουργία του ως σπα: «Μακάρι να είχε δίκιο ο Έρλινγκ με τις πομπώδεις υποσχέσεις του περί της τεράστιας επιτυχίας που θα γνώριζε αυτή η δραστηριότητα. Αλλά ο Ματς είχε τους ενδοιασμούς του» (σελ.16-17).
Εναλλάξ με τις ιστορίες του παρόντος ξεδιπλώνεται αποσπασματικά η ιστορία που έλαβε χώρα στο παρελθόν (1870-1875) και που αφορά τους κατοίκους του νησιού Γκρόχουερ: «Το πρώτο που της έκανε εντύπωση ήταν το πόσο όμορφο ήταν το νησί. Ήταν μικρό, αλλά το σπίτι φαινόταν να λάμπει στη λιακάδα και τα γκρίζα βράχια να στραφταλίζουν», (σελ.36), «Τις νύχτες οι νεκροί ψιθύριζαν ένα όνομα. Ήξεραν και ήθελαν ν’ ακούσει κι εκείνη αυτό που είχαν να της πουν» (σελ. 477), «Αν και αυτό δεν ήταν εντελώς αληθινό. Όταν εκείνη επέστρεψε με τον Γκούσταβ στην αγκαλιά, εκείνοι στέκονταν στα βράχια και περίμεναν. Την είχαν καλωσορίσει κατά την επιστροφή της στο νησί. Τώρα τους έβλεπε πια χωρίς δυσκολία». (σελ.477). Ένα νησί με φάρο και φαντάσματα ψιθυρίζοντας σ’ εκείνους πώς ν’ ακούσουν. Μια σειρά από ερωτήματα εγείρονται στον αναγνώστη κατά την ανάγνωση: Πώς συνδέεται το παρελθόν με το παρόν και οι ιστορίες μεταξύ τους; Ποιος σκότωσε τον Ματς και γιατί; Ποια είναι η κοπέλα που τώρα ζει αποκομμένη στον φάρο και γιατί είναι εκεί; Ο Πάτρικ με την ομάδα του καλείται να εξιχνιάσει το έγκλημα.
Η συγγραφέας Camilla Lackberg στο νέο μυθιστόρημά της «Ο Φαροφύλακας», δίνει αρκετό χρόνο και χώρο στην Ερίκα, καθώς και στην ιστορία του νησιού. Οι ιστορίες που παρατίθενται είναι πολλές και η πλοκή περίπλοκη, αλλά η συγγραφέας τη συνθέτει με τέτοια δεξιοτεχνία που το ενδιαφέρον και η αγωνία του αναγνώστη φτάνουν στο αποκορύφωμα. Δίνει, όπως πάντα, έμφαση στο κίνητρο και στον δολοφόνο και έπειτα στο έγκλημα. Παρά το μέγεθος του βιβλίου και την πολλαπλότητα των ιστοριών, δε χάνεται ούτε στιγμή το ενδιαφέρον του αναγνώστη και είναι απόλυτα κατοχυρωμένη η έκπληξή του κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ανάγνωσης. Η ποιότητα και διαφορετικότητα των ιστοριών της συγγραφέως βασίζεται στην εις βάθος κατανόηση μιας εγκληματικής πράξης και στη βαθύτερη διερεύνηση των κινήτρων και των αιτιών.