Ένα σχεδόν σύγχρονο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 2000, με επίκεντρο τη Σόφια της Βουλγαρίας και ξεκινά με ένα έξυπνο θεατρικό τέχνασμα του συγγραφέα Δημήτρη Αρβανίτη: στο άνοιγμα του βιβλίου υποδέχεται τον αναγνώστη ένας προθάλαμος, ένα προοίμιο όπου τρεις γνωστές σε όλους μορφές, αυτό που θα λέγαμε αρχετυπικές, συναντώνται και συζητούν ώστε να μας δώσουν ορισμένα βασικά στοιχεία, ορισμένα κλειδιά της ιστορίας που θα παρακολουθήσουμε. Ο Έρωτας επαναστάτης από γεννησιμιού του και ανατροπέας βεβαιοτήτων από τη φύση του, ο Ιούδας ως εκείνος που αίρει επάνω του όλες τις προδοσίες του κόσμου και ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο οι πάντες επιρρίπτουν την ευθύνη για τις δικές τους επιλογές και η Αφροδίτη ως διαχρονική πέτρα του σκανδάλου, το αιώνιο θηλυκό. Αυτές οι τρεις μορφές-αρχέτυπα στήνουν ως ηθικοί αυτουργοί τη σκακιέρα για το ερωτικό και πολιτικό θρίλερ που θα εξελιχθεί στις σελίδες του βιβλίου.
Και ποιοι είναι τα πιόνια σε αυτή τη σκακιέρα; Μια παρέα Ελλήνων στη Σόφια της Βουλγαρίας (ένας διπλωμάτης, ένας επιχειρηματίας, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος τραπέζης και ένας τηλεοπτικός παραγωγός) που σχηματίζουν μια συμμαχία, μεταξύ αντροπαρέας και αντρικής αδελφότητας: αναζητούν εκεί την επαγγελματική καταξίωση, το εύκολο χρήμα και τις ερωτικές περιπέτειες. Και επιδίδονται σε αυτές χωρίς δεύτερη σκέψη αφού οι σειρήνες, καθεμία με τη δική της ιδιαίτερη γοητεία, κατακλύζουν τις σελίδες του βιβλίου: μοντέλα, πόρνες, κατάσκοποι, γυναίκες που σχετίζονται με τη Μαφία της Βουλγαρίας και πολλές άλλες. Φυσικά κάποιες από αυτές τις σχέσεις με τις εκπροσώπους της Αφροδίτης στην ιστορία δεν είναι απλά σχέσεις ερωτικές, αλλά παγίδες για συμφέροντα οικονομικά και πολιτικά που μένουν στη σκιά μέχρι τα γοητευτικά δολώματα να καταφέρουν την αποστολή τους. Οι ιστορίες που ζουν με αυτές τις γυναίκες είναι ιστορίες ερωτικού πάθους, αλλά και ιστορίες προδοσίας όχι μόνο ερωτικής… Και εδώ είναι το σημείο όπου ο Ιούδας βγαίνει στο προσκήνιο ενώ εμπλέκεται και το αστυνομικό στοιχείο στην πλοκή του βιβλίου – όταν ο έρωτας αρχίζει να σκοτώνει…
Ο Δημήτρης Αρβανίτης, αντλώντας όπως αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας το βιογραφικό του από τη δική του προσωπική εμπειρία στις χώρες της Βαλκανικής, επιχειρεί να αποδώσει μία κοινωνική και πολιτική τοιχογραφία των κοινωνιών αυτών όπως διαμορφώθηκαν μετά την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος τη δεκαετία του ’90: οι νέες οικονομικές συνθήκες, ο τρόπος ζωής των λαών τους, οι ανθρώπινες σχέσεις, η ανάδυση στην επιφάνεια του υποκόσμου και της Μαφίας ως βασικών παραγόντων της οικονομικής ζωής, οι ξένοι επιχειρηματίες που αναζητούν την ευκαιρία για πλουτισμό, μια ατμόσφαιρα όπου όλα θεωρούνται και σε μεγάλο βαθμό είναι δυνατά. Λάμψη και διαφθορά, ελευθερία και ασυδοσία, χρήμα που ρέει αρκεί να μην ρωτάς πώς και γιατί… Και αυτό το εγχείρημα το επιτυγχάνει εξαιρετικά και απολύτως πειστικά, ακόμα κι αν ο αναγνώστης δεν έχει καμία γνώση και εικόνα για τις χώρες αυτές, τον βάζει απολύτως στον κόσμο αυτό και τον παρασύρει στις περιπέτειές των ηρώων του εντός του.
Ταυτόχρονα κατορθώνει με αυτό το κοινωνικό υλικό που συνθέτει και το ιστορικό πλαίσιο της αφήγησης, να συνθέσει ένα διπλό μυστήριο, κατασκοπικό και αστυνομικό το οποίο αποτελεί το κατεξοχήν κομμάτι της μυθοπλασίας: το μυθιστορηματικό στοιχείο της φαντασίας του συγγραφέα δηλαδή χτίζεται πάνω στο ρεαλιστικό της εμπειρίας του με άψογη συναρμογή. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί ή πιθανόν επαναπλάθει με βάση υπαρκτά πρόσωπα που έχει γνωρίσει, έχουν επίσης ρεαλιστική βάση, είναι δηλαδή πρόσωπα αναγνωρίσιμα γύρω μας, αλλά τραβηγμένοι κατά τη γνώμη μου σκοπίμως στην υπερβολή τους, διότι η γραφή και η οπτική του Δημήτρη Αρβανίτη έχει έντονο το στοιχείο και του χιούμορ και της κοινωνικής σάτιρας.
Ας δούμε κλείνοντας πώς λειτουργεί και εκείνο, το καθοριστικό του Έρωτα που είναι και το κυρίαρχο στον τίτλο. Στο μυθιστόρημα είναι κυρίως σαρκικός και παθιασμένος, πόθος που μπορεί και να ξεπερνά κάθε όριο, να φλερτάρει με το θάνατο – μπορεί και να του ανοίγει την πόρτα και να τον προσκαλεί μέσα για ένα ποτό. Δεν είναι τόσο πόθος για μια συγκεκριμένη Αφροδίτη, αλλά για όλες περίπου τις αξιέραστες κόρες της, οι οποίες όμως ως κόρες θεάς μάλλον εκείνες κυνηγούν τους κυνηγούς και τους χειρίζονται για τους δικούς τους σκοπούς. Έτσι δημιουργείται ένα ερωτικό γαϊτανάκι που μοιάζει στην αρχή διασκεδαστικό και είναι μέχρις ενός σημείου βεβαίως, ώσπου να μπερδευτούν οι κορδέλες των χορευτών τόσο σφιχτά και τόσο περίπλοκα ώστε το παιχνίδι να μην είναι πια διασκεδαστικό αλλά επικίνδυνο, για την ακρίβεια δεν είναι πια καθόλου παιχνίδι αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου. Οπότε ναι, ο τίτλος «Ο Έρωτας σκοτώνει και του πάει» δικαιώνεται απολύτως…