Είναι κάποια βιβλία που μπορούν διαβάζοντάς τα να σε κάνουν να αλλάξεις την εικόνα σου για τον κόσμο, τη γλώσσα ή τη ζωή. Που καταφέρνουν να σε βγάλουν απ’ τα σχήματα που σου έχουν διδάξει και να φωτίσουν εκείνη την πτυχή της σκέψης που αποπνέει ελευθερία. Στη χορεία αυτών των βιβλίων ανήκει και «Ο εραστής». Και στη χορεία των συγγραφέων που δεν αρκούνται στη φαντασία τους μα βασίζονται για να γράψουν, στην εμπειρία, την ιστορία και την αυτοαναφορά ανήκει η δημιουργός του, η Μαργκερίτ Ντυράς.
Με άξονα μια αυτοβιογραφική αναφορά, την ερωτική της εμπειρία με έναν Κινέζο στην τρυφερή εφηβεία της, γεννημένη καθώς ήταν στη Σαϊγκόν, σε μια εποχή όπου τα στερεότυπα και τα προσχήματα αποτελούσαν φυλακή υψίστης ασφαλείας για το γυναικείο φύλο, η Ντυράς σπάζει κάθε γλωσσική, υφολογική και θεματολογική τυποποίηση καταφέρνοντας να διαπεράσει αυτό το σκληρό κοινωνικό και ιδεολογικό περικάρπιο.

Ως άνθρωπος και ως δημιουργός αποκαλύπτει και υμνεί την ελευθερία της μιλώντας με πάσα ειλικρίνεια για τον εραστή της, την απαγορευμένη της αγάπη, τους Μοντέγους και τους Καπουλέτους μιας κοινωνίας που οι λευκοί θεωρούνται ανώτεροι και αντιμετωπίζουν ως πτώση τον συναγελασμό και τη συνεύρεση με τους κίτρινους, τους κατώτερους δηλαδή κοινωνικά, έστω κι αν το βαλάντιο αυτών είναι σε θέση να αγοράσει ακόμη και την περηφάνια τους..

Η μικρή άτακτη Ντυράς η οποία πουθενά δεν αναφέρει το μικρό της όνομα ούτε το όνομα του εραστή της, θεωρώντας αμελητέο κάτι τέτοιο μπροστά στην ένταση και την ατμόσφαιρα της ιστορίας, τολμά να ερωτευτεί άνευ όρων το απαγορευμένο και συνάμα, βγαίνοντας με αξιοζήλευτη ευελιξία απ’ τις επιδράσεις της αυτοαναφοράς, καταφέρνει να μιλήσει με ψυχραιμία, κυνισμό. ρεαλισμό και ενίοτε ψυχρότητα, για το ρόλο του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα, για το πώς η προσωπικότητα αναμετριέται και νικά ή νικιέται από τα στερεότυπα, τις έμφυλες διακρίσεις, τα προσχήματα, την υποκρισία. Να είναι ο σπόρος της συγγραφικής τους υπόστασης που έδρασε και της χάρισε μια τέτοια ελευθερία ή μήπως ο χαρακτήρας της και μόνο αυτός που την έκανε να ζήσει ελεύθερη και να αυτοαναφερθεί λογοτεχνικά για να διαφωτίσει τους φοβισμένους;

Η Ντυράς μιλά για ό,τι τόλμησε να ζήσει και δεν απολογείται για ό,τι τόλμησε να γράψει. Γι’ αυτό και ο λόγος της είναι δυναμικός, παράφορος, απρόβλεπτος, δίχως τη συνήθη ροή μιας φόρμας που παρατάσσει τις λέξεις αυστηρά και βαρετά σαν στρατιωτάκια. Η συγγραφέας παίζει τολμηρά με το λόγο, τις σιωπές και τη στίξη. Ως και η γραφή της επαναστατεί στην τυποποίηση και στα σχήματα διατυπώνοντας με μοναδική πρωτοτυπία και ακρίβεια το βίωμα, τη σκέψη ή το συναίσθημα. Η συνεχής εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης σύνταξης αποκαλύπτει το διχασμό ή την ανάγκη της άλλοτε να είναι ο έξωθεν αφηγητής και άλλοτε ο πρωταγωνιστής του βιώματος.

«Την κοίταζε επίμονα λες κι έτσι θα τη μάθαινε γρηγορότερα, θα διεισδούσε στα μυστικά της, θα καταλάμβανε όλο το ζωτικό χώρο της παρουσίας της».

«Το παιδί ξέρει πως αυτό που κάνει είναι αυτό που είχε διαλέξει η μάνα να κάνει το παιδί της, αν είχε την τόλμη, αν είχε τη δύναμη, αν το κακό που έκανε η σκέψη δεν ήταν εκεί κάθε μέρα, εξοντωτικό». Και κάπου αλλού, «αν θέλω να την κρατήσω κοντά μου, πρέπει να την αφήσω ελεύθερη».

Η Ντυράς παρότι σε αυτό το βιβλίο υμνεί τον έρωτα, παράλληλα σαν ψυχρός χειρουργός κάνει ανατομία πάνω στο σώμα. Στο σώμα του έρωτα και στο σώμα των εραστών, το σκυλευμένο απ’ το πάθος και το ξανανιωμένο σε κάθε φίλημα.