Αναζητώντας μια πατρίδα κι έναν έρωτα

Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης είναι μια από τις νέες παρουσίες στα ελληνικά γράμματα. Γεννημένος το 1964 στη Αθήνα, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Ρώμης και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές προτού αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με την πληροφορική. Το 2006 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας με το μυθιστόρημα «Ο Επιβάτης».

Το μυθιστόρημα ξεκινά στη Λίμνη Βάντεε το 1965, όταν μια οικογένεια  προσπαθεί να διαφύγει από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία. Ο πατέρας και ο γιος τα καταφέρνουν, η μητέρα σκοτώνεται και το μωρό το παίρνουν οι Ανατολικογερμανοί. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Πήτερ, το αγόρι που σώθηκε εκείνη τη νύχτα, μαζί με τους φίλους του, τον Τίμοθυ και τον Νίκο, σχεδιάζουν να φυγαδεύσουν τη Στέλλα, τη μικρή αδερφή του Πήτερ. Ο Νίκος ρισκάρει και τα καταφέρνει και τα δυο αδέρφια θα φύγουν για την Αμερική. Εκεί θα φανεί η ψυχική διαταραχή του Πήτερ, όταν θα προσπαθήσει να δολοφονήσει την αδερφή του. Η Στέλλα γλιτώνει, γυρίζει στην Ευρώπη και δημιουργεί δεσμό με το Νίκο.  Ο Νίκος, όμως, ετοιμάζεται να παντρευτεί την Ειρήνη κι έτσι η σχέση του με τη Στέλλα θα περιοριστεί σε κάποιες συναντήσεις το χρόνο. Όταν ο Νίκος και η Ειρήνη αποκτούν παιδί, ο δεσμός του με τη Στέλλα μπαίνει στο περιθώριο, παρ’όλο που το μυαλό του είναι σε αυτή.  Όταν αποφασίζουν να ξανασυναντηθούν, το παρελθόν επιστρέφει για να τους θυμίσει ότι έχουν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς.

Αυτό το περιπετειώδες μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση που κάθε φορά εστιάζει σε ένα διαφορετικό πρόσωπο προσπαθώντας να παρουσιάσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η εξέλιξη της ιστορίας έχει  κινηματογραφική αύρα, τόσο ως προς την ταχύτητα της ιστορίας, όσο και ως προς τη φωτογραφική περιγραφή εικόνων. Η γλώσσα είναι καθημερινή και αυθόρμητη, ωμή όπου χρειάζεται και τρυφερή όπου απαιτείται.

Οι χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος βασανίζονται από ένα βασικό συναίσθημα: δεν ξέρουν πού ανήκουν. Ψάχνουν να βρουν τον τόπο που θα τους κάνει να τον νιώσουν ως πατρίδα τους και γυρίζουν τη μισή Ευρώπη για να ξαναγυρίσουν στην αρχή της ιστορίας τους, στον τόπο του εγκλήματος. Αναζητούν να ανακαλύψουν πού ανήκουν συναισθηματικά και διαλέγουν λάθους ανθρώπους ή απωθούν συνέχεια αυτούς που γνωρίζουν ότι είναι η συναισθηματική τους πατρίδα.  Φτάνοντας στο τέλος της ιστορίας οι ήρωες συνειδητοποιούν ότι η πατρίδα και η αγάπη είναι κάτι που πρέπει να το αναζητήσεις μέσα σου και να αποφασίσεις αν και με ποιον θα τα μοιραστείς, ειδάλλως είσαι μόνος ακόμα και μέσα στο πλήθος.