Σαν αριστοτεχνικώς δραματοποιημένες σημειώσεις σε πανεπιστημιακό μάθημα ψυχολογίας. Το κινηματογραφικότερο από τα μέχρι τώρα γραπτά και δημοσιευμένα έργα της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Είναι από τους λίγους σύγχρονους συγγραφείς που η επαγγελματική τους ενασχόληση δεν βαραίνει αλλά «χαρίζει» στα κείμενά τους μιαν αχλύ σχεδόν εξωπραγματική.

Αυτός ο περίεργος αυτόχειρας «ήρωας», κάτι μεταξύ αθώου και τέρατος, δεν κρίνεται μήτε καταδικάζεται. Παραμένει μετέωρος στο υπαρξιακό του κενό, χωρίς να υπερτονίζεται η αρρώστια του, αλλά να επισημαίνεται η ασθένειά του. Οι λέξεις «αρρώστια» κι «ασθένεια» δεν είναι συνώνυμες και δεν φέρον το ίδιο φορτίο [για όσους γνωρίζουν τουλάχιστον λίαν καλώς την ελληνική γλώσσα]. Κι η Φωτεινή Τσαλίκογλου τη γνωρίζει και τη χειρίζεται με τη χειρουργική ακρίβεια επαγγελματία σεναριογράφου σε ταινίες δράσης. Τίποτα περιττό, ηθελημένα σκοτεινό, δυσπρόσιτο ή εχθρικό στην αφήγησή της. Φαίνεται σαν να την ενδιαφέρει πρωτίστως η επικοινωνία με τον αναγνώστη μέσω του «κοινωνουμένου νοήματος».

Η πρωτοτυπία της σε αυτό τούτο το αφήγημα δεν είναι η έσχατη οριακή δραματικότητα, αλλά η «κινηματογραφικότητα» κι η επιβολή ενός ρυθμού τόσο γοργού που δεν γίνεται όμως μήτε μια στιγμή ασθματικός και κρατάει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος. Αυτή η τεχνική είναι γνωστή στους μαστόρους της ευπώλητης μυθιστοριογραφίας, ωστόσο η διαχείριση του θέματος και η αυστηρώς δομημένη αφήγηση δεν αφήνουν περιθώρια για σύγχυση και ταύτιση αυτού του απολύτως τεχνουργημένου λογοτεχνικού έργου με την μπεστ-σελερίστικη παραλογοτεχνία των πάγκων. Το αντίθετο μάλιστα! Χωρίς να είναι κατ’ ελάχιστον κουλτουριάρικο ή διανοουμενίστικο αυτό το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και να διαβαστεί στα πέρατα της γης με την πατίνα του Χρόνου που χαρακτηρίζει αυτή τη μάλλον παλιομοδίτικη, νοσταλγική αλλά όχι και νεορομαντική ιστορία, έτσι όπως περνάει μέσα από τη γραφίδα μιας συγγραφέως που γράφει όπως μιλάει, δίχως να βασίζεται όμως σε ευκολίες και δίχως να έχει δημιουργήσει καμία διακριτή «μανιέρα».

Τη Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν την έχει εκτιμήσει όσο της αξίζει η επίσημη λογοτεχνική κριτική, γιατί δεν είναι δήθεν, δεν υποδύεται τη χαμηλοβλεπούσα βαρύγδουπη και γιατί –πρωτίστως– νοιάζεται να βοηθήσει τον συνάνθρωπό της ποικιλοτρόπως, ακόμα και με την ανάγνωση… Αυτά δεν ταιριάζουν και πολύ με τον μύθο του προβληματικού απομονωμένου «καταραμένου» λογοτέχνη που υποδύεται τον μισάνθρωπο ενώ πράττει τα αντίθετα…

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου με αυτό της το πόνημα αναδύεται σε άλλα επίπεδα διεθνούς κινηματογραφικής δεξιοτεχνίας και της εύχομαι να επιτύχει κι εκεί κερδίζοντας μάχες δύσκολες και πέρα από τη νεοελληνική μιζέρια και μικροπρέπεια των «τα φαιά φορούντων»… Τα υπόλοιπα «είναι σιωπή», όπως λέει ο σαιξπηρικός Άμλετ. Ο Χρόνος και ο Άνθρωπος (αυτό που λέμε κάπως υποτιμητικά «κοινό»), ο απλός αναγνώστης θα μας κρίνει όλους και πρωτίστως τους κριτικούς. Οι συγγραφείς (οι αυθεντικοί συγγραφείς) γράφουν για να αντέξουν το μαχαίρι που έχει καρφωθεί στην καρδιά τους και δεν αφαιρείται αυτό το αγκάθι όσο ζούμε…

Ομοιοπαθητική θεραπεία η ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Η νοσηρότητα βάλλει ευθέως την ίδια τη νοσηρότητα και η χαρμολύπη της πικρόγλυκης αφήγησης δεν αφήνει τον επαρκή αναγνώστη να δει τον εαυτό του σε ρόλο ενόρκου σε κακουργιοδικείο. Εξάλλου, η εσωτερική δικαιοσύνη, εκείνο το φρικτό «δικαστήριο μετά…» (με τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό), αυτό το «φοβερό βήμα» δεν επιδέχεται ψευδών κι ωραιοποιήσεων.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι σημαντική γιατί δεν έχει εξορίσει το συναίσθημα από τη γραφή της, το έργο της δεν είναι αποστεωμένο και λιπόσαρκο, δεν περιφέρεται ως μούμια ή λείψανο νεκραναστηθέντος αγίου, δεν υποδύεται άλλο τι από τον πόνο που της θερίζει τα σωθικά. Και για όλα αυτά το έργο της μας ενδιαφέρει. «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό» είπεν ο μεγάλος Αλεξανδρινός… Κι ήταν ελαφρύ το χώμα της γενναιόδωρης Ιστορίας που τον σκέπασε. Για τους βαρύγδουπους συγχρόνους του, δεν ξέρω… Ούτως ή άλλως εκείνοι είχαν εισπράξει προκαταβολικά την αποζημίωσή τους.

Εν κατακλείδι, «Ο Έλληνας ασθενής» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, είναι μια καλοχτισμένη ιστορία που θα διαβαστεί, θα μεταφραστεί, θα κινηματογραφηθεί, θα θεατροποιηθεί ίσως. Γιατί είναι ανοικτή στην πραγματική ζωή, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό το εγχείρημα.