Η εκδίκηση ως κινητήριος δύναμη
Ο Τόμας ντε Κουίνσυ, ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους συγγραφείς του 19ου αιώνα (1785-1859), είναι γνωστός κυρίως για τις «Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς» (1822) και για το βιβλίο «Περί της δολοφονίας ως μιας των καλών τεχνών» (1827). Οι νέες εκδόσεις Ποικίλη Στοά εκδίδουν τη νουβέλα του «Ο εκδικητής», η οποία είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο περιοδικό Blackwood’s Magazine το 1938.
Όπως είναι φανερό από τον ίδιο τον τίτλο της ιστορίας, η συγκεκριμένη νουβέλα έχει ως θέμα της την εκδίκηση. Σε μια μικρή και ήσυχη πόλη της Γερμανίας αρχίζουν να διαπράττονται ξαφνικά μια σειρά από φρικτές, τελετουργικές δολοφονίες. Τα θύματα είναι σχεδόν όλα ηλικιωμένοι που δέχονται επίθεση μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η μικρή κοινωνία αναστατώνεται, δημιουργούνται ομάδες φοιτητών που προσπαθούν να προστατέψουν τους πολίτες τη νύχτα, αλλά και πάλι ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι καταφέρνουν να φτάσουν στα θύματά τους, τα οποία, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Ποιος ή ποιοι είναι όμως αυτοί που έχουν βάλει στο στόχαστρο τους ηλικιωμένους μιας επαρχιακής πόλης;
Ο ντε Κουίνσυ με μεγάλη μαεστρία καταφέρνει να κλιμακώσει σε πολύ λίγες σελίδες το κλίμα τρόμου που επικρατεί στην πόλη, τονίζοντας το αίσθημα ανασφάλειας και την αγωνία των πολιτών. Τα εγκλήματα περιγράφονται με όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες, γεγονός που προκαλεί συνέχεια το ερώτημα «Ποιος κρύβει μέσα του τόση οργή και γιατί;». Ο συγγραφέας φροντίζει να λύσει όλες τις απορίες και με μια τελική εξομολόγηση να φωτίσει το ζήτημα τιμής που κρύβεται πίσω από τις δολοφονίες, ενώ παράλληλα τολμά να θίξει δυναμικά το ζήτημα του αντισημιτισμού στην Ευρώπη της εποχής του (κι αν η ιστορία τοποθετείται στη Γερμανία, ας μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας είναι Άγγλος), όταν οι Εβραίοι βρίσκονταν μερικές φορές σε χειρότερη μοίρα και από τα ζώα, ήταν πολίτες τρίτης και τέταρτης κατηγορίας.
Πέρα, όμως, από τα κίνητρα και το κεντρικό ηθικό ζήτημα, ο ντε Κουίνσυ αποδεικνύεται μαέστρος της αγωνίας σε μια ιστορία σύντομης φόρμας, καταφέρνοντας να τονίσει τη σύγχυση των πολιτών, παρουσιάζοντας σταδιακά όλα τα κτυπήματα που τρομοκρατούν την πόλη και βάζοντας ως αφηγητή έναν άνθρωπο που γνώριζε τα θύματα και τους θύτες, έναν άνθρωπο που δεν κρίνει αλλά ελπίζει το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας να γίνει η αφετηρία για την εξάλειψη των αδικιών όποιας μορφής.