Ένας φανταστικός κόσμος που θα μπορούσε να είναι ο δικός μας

Έχοντας ακούσει εξαιρετικά σχόλια για τα βιβλία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, αλλά μην έχοντας διαβάσει μέχρι τώρα κανένα, μπήκα στον κόσμο του «Δράκου της Πρέσπας» ανυπόμονα και ταυτόχρονα ανυποψίαστα για το μέγεθος του έργου με το οποίο θα έρθω αντιμέτωπη – ακριβώς όπως ο μαθητευόμενος αλχημιστής στο επεισόδιο που ανοίγει και κλείνει το πρώτο μέρος της τριλογίας. (Πολλά συγχαρητήρια εδώ για το κομμάτι αυτό στη συγγραφέα, αν και απευθύνεται σε μυημένους.) Το αποτέλεσμα ήταν ότι από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα, έμεινα έκπληκτη, γοητευμένη και περήφανη που η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας γέννησε συγγραφέα τέτοιου επιπέδου – και επιπλέον είναι και γυναίκα, θα μου επιτρέψετε να συμπληρώσω με μια έξτρα δόση περηφάνιας. Δεν θα πω περισσότερα γι’ αυτό, παρά μόνο ότι το βιβλίο είναι πιθανώς καλύτερο από κάθε άποψη, από πολλά ξενόγλωσσα μυθιστορήματα από χώρες με τεράστια παράδοση, παραγωγή και πόρους.

Βρισκόμαστε στην Ελλάδα λοιπόν, σε χρόνο λίγο πιο μπροστά από τον δικό μας και σε έναν τόπο της εξ ορισμού μαγικό, όπως ξέρουν όσοι έχουν επισκεφθεί την περιοχή των Πρεσπών. Τα νερά της μεγάλης εξ αυτών, στα σύνορα τριών χωρών, στοιχειώνει η παρουσία ενός μυθικού πλάσματος, ενός δράκου που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του παραμυθιού αλλά και της σκοτεινής πλευράς της πραγματικότητας: κατασπαράσσει, ακρωτηριάζει, βιάζει, σύμφωνα με τις ορέξεις του και χωρίς κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο τη θηριώδη φύση του. Και γύρω από αυτή τη θηριώδη φύση, έχει στηθεί μια κοινωνία «δρακολόγων», και των τριών εθνοτήτων, με τη δική της ιδιαίτερη οργάνωση, τάξεις, κανόνες και σκοπούς αλλά και αντιπαλότητες ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες τους, που ουσιαστικά ξεδιπλώνουν και συμβολίζουν όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού απέναντι στο Άγνωστο.

Το μυθιστόρημα ανοίγει με την απρόοπτη εμφάνιση στην ελληνική δρακολογική κοινότητα στην Κοιλάδα της Λάσπης, αφού τα πάντα στην περιοχή βυθίζονται στη λάσπη από τις συνεχείς βροχές που συνδέονται με την ύπαρξη του δράκου, μια τυφλής νεαρής γυναίκας που μοιάζει να προέρχεται από το πουθενά. Ταυτόχρονα, ένα κομμένο χέρι με ένα δαχτυλίδι-σφραγιδόλιθο εμφανίζεται επίσης από το πουθενά στο σπίτι του γέρου φύλακα της πύλης της κοινότητας. Το πώς χειρίζεται, και τελικά εξηγεί και συνδέει με αριστοτεχνικό τρόπο, αυτά τα δύο παράξενα στοιχεία η συγγραφέας με το μύθο του δράκου, προσφέρεται για μάθημα προς τους άλλους συγγραφείς: τόσο καλοφτιαγμένη είναι η πλοκή που δημιουργεί η Μπουραζοπούλου. Ο δε αναγνώστης παρακολουθεί υπνωτισμένος, άφωνος και εντυπωσιασμένος από την πένα της συγγραφέως, τις εξελίξεις, τα γεγονότα, τους εκκεντρικούς χαρακτήρες των δρακολόγων (ο καθένας με τη δική του εντυπωσιακή ιστορία), τα ειδεχθή εγκλήματα και την αποκάλυψη για την πραγματική ταυτότητα του δράκου – και ναι υπάρχει δράκος στην ιστορία και προσωπικά τον θεωρώ ως μια από τις πιο επιτυχημένες ενσαρκώσεις του Κακού σε λογοτεχνικό κείμενο.

Δεν θα ήθελα να αποκαλύψω την ανατροπή που συμβαίνει περίπου στο μέσον του βιβλίου για όσους δεν το έχουν διαβάσει, οπότε σχετικά με αυτή θα επισημάνω μόνο ότι κατά την εκτίμησή μου είναι πιο ανατριχιαστική από οποιαδήποτε μεταφυσική εξήγηση, ακριβώς γιατί αποτελεί μια εξαιρετικά πιθανή μελλοντική εξέλιξη. Όσο για τους χαρακτήρες, πλήθος ολόκληρο και ολοζώντανο, ειλικρινά για πρώτη φορά δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με κανέναν ξεχωριστά γιατί με γοήτευσαν όλοι εξίσου. Θα ήθελα όμως εδώ να αποτίσω έναν μικρό φόρο τιμής στη σύντομη, μεταφορικά και κυριολεκτικά, παρουσία της Mistress Quickly γιατί με συγκίνησε, αλλά και γιατί υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων.

Θα μπορούσα να συνεχίσω γράφοντας πολλά ακόμα για τον «Δράκο της Πρέσπας», αλλά και πάλι δεν θα ήταν αρκετά. Θα περιοριστώ λοιπόν στο να κλείσω με τη διαπίστωση ότι πρόκειται για αληθινή λογοτεχνία, πέρα από είδη και ταμπέλες, που γεννήθηκε από το ταλέντο, την εξαιρετικά ικανή στο να χτίζει κόσμους φαντασία της συγγραφέως, τις γνώσεις της και την οπτική της που περιλαμβάνει και το ανθρώπινο και το μυθικό, και το πολιτικό και το ψυχολογικό στοιχείο. Ειλικρινά δεν ξέρω τι παραπάνω να περιμένω στη συνέχεια της τριλογίας, αλλά ανυπομονώ. Και κρατάω μέχρι τότε τη φράση του φύλακα της πύλης: «Ποτέ δεν είχαν χρόνο οι Δράκοι. Είχαν αιώνες».