Αντικατοπτρισμοί και ραγίσματα
Η Ερμιόνη και η Στέλλα, δύο μικρά κορίτσια που ζουν σε μια απομακρυσμένη γειτονιά της Αλεξανδρούπολης, βλέπουν μέσα σε μια στιγμή τη ζωή τους να αλλάζει. Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής οι γονείς τους σκοτώνονται και τα δύο κορίτσια θα τεθούν υπό την προστασία του αδερφού της μητέρας τους, του θείου Αντρέα, ο οποίος κατοικεί ακριβώς απέναντι από το σπίτι τους μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του, τη Νόρα. Τα δύο κορίτσια είναι μαγεμένα από τη μεγαλύτερη ξαδέρφη τους, παρακολουθούν όλες της τις κινήσεις, τις σιωπές, τις εκρήξεις. Με τον τρόπο τους, και οι δύο διεκδικούν την ξαδέρφη, αποζητούν την προσοχή της και η μεταξύ τους σχέση θα καθοριστεί ακριβώς από αυτή την αντιπαλότητα. Και ο θείος Αντρέας, αυτή η χαρακτηριστική πατριαρχική φιγούρα, βρίσκεται πάντα εκεί κοντά για να επιβάλει την εξουσία του και να ψαλιδίσει τα φτερά της παιδικής ηλικίας. Μέχρι που βρίσκεται νεκρός στην αυλή του σπιτιού του και όλοι οι συγγενείς προσπαθούν να αποκρύψουν τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του.
Η Ερμιόνη και η Στέλλα γίνονται οι φωνές αυτής της ιστορίας και η απόδειξη ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται εντελώς διαφορετικά τα ίδια γεγονότα. Στο πρώτο μέρος της ιστορίας με τον τίτλο «Η εικόνα», οι δύο γυναίκες στρέφουν το βλέμμα στον καθρέφτη ψάχνοντας το παρελθόν, τα παιδικά τους χρόνια και τη συντροφιά τους με τη Νόρα, το κορίτσι που διαβάζει συνέχεια, που αρέσκεται να ψάχνει για κοχύλια στην παραλία και που μπορεί να γίνει σκληρή και αδυσώπητη μέσα σε μια στιγμή. Δείχνει αδυναμία στη Στέλλα, αλλά βοηθά και το ειδύλλιο της Ερμιόνης με έναν νεαρό αγρότη. Τα δύο κορίτσια μεγαλώνουν στη σκιά της και εξαιτίας αυτής και της προσπάθειάς τους να τη διεκδικήσουν θα απομακρυνθούν. Το δεύτερο μέρος της ιστορίας έχει τον τίτλο «Το ράγισμα» και εστιάζει στο παρόν, στις συνέπειες και στα τραύματα που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Τα δύο κορίτσια φεύγουν από τον τόπο τους, προσπαθούν να χαράξουν τις δικές τους πορείες στην Ιταλία και στη Σουηδία αντίστοιχα, εγκλωβίζονται στις εικόνες του παρελθόντος που οδηγούν σε λανθασμένες επιλογές στο παρόν. Αποξενωμένες και ανίκανες να βρουν δίαυλο επικοινωνίας αγνοούν βασικά γεγονότα η μία από τη ζωή της άλλης. Και όταν το παρελθόν επιστρέφει, όταν το τραύμα ανοίγει ξανά και καταρρέουν, βρίσκονται μόνες τους, αδύναμες και απροστάτευτες από τον πόνο που βιώνουν.
Το τραύμα, η κακοποίηση δεν ονοματίζεται ποτέ στην αφήγηση. Δεν υπάρχουν κραυγές ή ουρλιαχτά που να το συνοδεύουν. Υπάρχει σιωπή και, κυρίως, αποσιώπηση. Επειδή όλοι γνώριζαν τι πραγματικά σήμαινε να μεγαλώνεις κάτω από τη στέγη του Αντρέα: η σύζυγος γνώριζε και αδύναμη να κάνει κάτι σιώπαινε∙ οι υπόλοιποι συγγενείς γνώριζαν και απρόθυμοι να κάνουν κάτι απλά απέφευγαν την κατάσταση. Και όλοι μαζί καταδίκασαν τρία κορίτσια στην κόλαση: τα δύο κοιτάζουν τον ραγισμένο καθρέφτη και αφηγούνται. Το τρίτο, η Νόρα, δεν έχει πια καθρέφτη, ούτε φωνή, ζει μόνο μέσα από αυτές.
Η Γεωργία Συλλαίου καταφέρνει μέσα σε 140 σχεδόν σελίδες να αναγκάσει τον αναγνώστη να σκεφτεί πώς είναι να επιβιώνεις από μια τραυματική εμπειρία στην παιδική ηλικία, να ζεις με τα φαντάσματα και να δυσκολεύεσαι να συμβιώσεις με τον εαυτό σου. Και το κάνει χωρίς περιττά λόγια, με μια γραφή σχεδόν εσωτερική, αλλά ταυτόχρονα τρομακτικά υπαινικτική. Για να σε αναγκάσει να σκεφτείς την ιστορία ξανά και ξανά.