Χορεύετε;

Με κύριο συστατικό τον χορό και φόντο την οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων στον ελλαδικό χώρο, ο Δημήτρης Στεφανάκης στήνει το νέο του μυθιστόρημα «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» στη σύγχρονη Αθήνα.

Οι πρωταγωνιστές του στα φοιτητικά τους χρόνια χορεύουν. Πραγματικούς χορούς, όπως τσα-τσα-τσα, ρούμπα και πάσο ντόμπλε. Χορεύουν όμως και στους ρυθμούς που επιβάλλει η εποχή. Από την περίοδο των «παχιών αγελάδων» και της οικονομικής ευμάρειας έως την απομυθοποίηση, το σκάσιμο της φούσκας και την τελική πτώση. Είναι η εποχή της καλοπέρασης, των δημόσιων έργων, του Χρηματιστηρίου, των κομπίνων μεγάλων εταιριών, της επίδειξης του νεοαποκτηθέντος πλούτου μέσω πλουσιοπάροχων δεξιώσεων, ακριβών σπιτιών και αυτοκινήτων και υπέρογκων ποσών που ξοδεύονται σε καθημερινή βάση. Από τη μία. Και τα ανέμελα φοιτητικά χρόνια, η αθώα νιότη, η γεμάτη όνειρα και απεριόριστο χρόνο, και οι ανεκπλήρωτοι έρωτες από την άλλη.

Μάνος, Έλια, Αλεκίνος, Σέργιος. Και πλήθος κομπάρσων. Μια παρέα νεαρών φοιτητών που περνάει τη νιότη της χορεύοντας ξέγνοιαστα. Που κάνει όνειρα και στηρίζει το μέλλον της σε ψευδαισθήσεις. Ο Μάνος αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο. Ξεκινώντας από την αυτοκτονία του Αλεκίνου και την κηδεία του, θυμάται τα περασμένα και εξιστορεί μεμονωμένα περιστατικά σε ξεχωριστά κεφάλαια από την πρώτη γνωριμία της παρέας έως σήμερα που, αν μπουν στη σειρά, συνθέτουν το εν λόγω μυθιστόρημα και μέσα από πράξεις, αντιδράσεις και συναισθήματα αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των ηρώων. Οι ήρωες κινούνται μεταξύ Εξαρχείων και παραλιακής της Γλυφάδας, αλλά φτάνουν και μέχρι το Λονδίνο.

Κάποιες φορές φαίνεται ότι η αφηγηματική φωνή του Μάνου πρωταγωνιστεί. Στην πραγματικότητα, όμως, η Έλια είναι η πανταχού παρούσα, μαγνητίζοντας τους ήρωες και τους αναγνώστες.

Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στα όσα συμβαίνουν μετά την αυτοχειρία. Η Έλια επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα, μυστικά έρχονται στο φως, συμφέροντα υποθάλπονται, φιλίες δοκιμάζονται εκ νέου και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Μάνου για την Έλια παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Οι δυο τους θα αναμετρηθούν μέχρι τελικής πτώσεως σε ένα αργεντίνικο τάνγκο και θα φτάσουν έως την ερωτική πράξη. Μόνο που το αποτέλεσμα δε θα είναι το αναμενόμενο.

Με γοργό ρυθμό, καθαρό λόγο και σφιχτοδεμένες αναδρομές, σκέψεις και αφήγηση μπλέκονται αρμονικά μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται στήνοντας χορό. Ο Δημήτρης Στεφανάκης λέει αυτό ακριβώς που επιθυμεί χωρίς να φλυαρεί και χωρίς τίποτα περιττό στον λόγο του. Διαλέγει προσεκτικά τις λέξεις –απλές κατά κύριο λόγο– με τις οποίες χτίζει το μυθιστόρημά του. Κάθε λέξη κουβαλά το δικό της φορτίο εικονοποιώντας με έναν ξεχωριστό τρόπο. Και χάρη σ’ αυτές, εικόνες πρωτόγνωρες και απολαυστικές πλάθονται στο μυαλό των αναγνωστών. Με κύριο μέσο και τις πέντε αισθήσεις καθώς και τη γλώσσα του σώματος και δίνοντας μικρές λεπτομέρειες, εμπλουτίζει την ιστορία με έξτρα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά.

Στην ουσία «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» αποτελεί μια μικρογραφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και περιλαμβάνει «αρχετυπικούς» χαρακτήρες. Δύο λαμόγια –ο χαρισματικός απατεώνας, που στο τέλος αυτοκτονεί, Αλεκίνος και ο επαρχιώτης δικηγόρος Σέργιος, που κατορθώνει να πλουτίσει με σκοτεινά μέσα και να βγει αλώβητος–, έναν ηθικό και ρομαντικό τύπο, τον Μάνο, που φυτοζωεί με τίμια εργασία και πιστεύει ακόμα σε ανεκπλήρωτους έρωτες και μια μορφονιά, την Έλια, που όνειρο έχει να χορέψει στις διεθνείς πίστες και φεύγει στο εξωτερικό για να το πραγματοποιήσει.

«Ο χορός των ψευδαισθήσεων» είναι ένα μυθιστόρημα πολλαπλών επιπέδων και αναγνώσεων, ενώ προϊδεάζει και εισάγει τους αναγνώστες στο θέμα του από το εξώφυλλο ακόμα. Γκρίζο το χρώμα του, όπως και η διάθεση των ανθρώπων σήμερα. Ταυτόχρονα, όμως, η μυρωδιά των σελίδων του ξεσηκώνει τις αισθήσεις με ένα λεπτό αίσθημα αισιοδοξίας.