«Ο χορός των νεκρών» είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση με ήρωα τον επιθεωρητή της αστυνομίας του Έρεμπρο, Άντερς Οικονομίδη. Ο Γιαννίσης μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Σουηδίας, γεγονός που του επιτρέπει να ακολουθήσει το ρεύμα της ακμάζουσας σχολής των Σκανδιναβών ομοτέχνων του, δίνοντας παράλληλα το δικό του στίγμα σε μία σειρά βιβλίων που παρουσιάζει εξαρχής ενδιαφέροντα στοιχεία και συνεχή σημάδια εξέλιξης.
Η υπόθεση στην οποία βρίσκεται μπλεγμένος ο Οικονομίδης αυτή τη φορά περιλαμβάνει ένα κύκλωμα παιδεραστών και έναν μυστηριώδη άντρα, που έχει υιοθετήσει το κωδικό όνομα «Σαμαήλ», αποφασισμένο να σκοτώσει τα μέλη του. Όταν το πρώτο θύμα ξεβραστεί στον ποταμό Σβάρτον, χωρίς πρόσωπο και με κομμένα τα δάκτυλα, ο Οικονομίδης θα ανακαλύψει στο υπόγειο του σπιτιού του ένα αναπάντεχο εύρημα: ένα μικρό δωμάτιο, με αλυσίδες και ένα πολυκαιρισμένο στρώμα, με πρόσφατα υπολείμματα φαγητού. Φαίνεται πως ο δολοφόνος έχει πάρει μαζί του το παιδί που ήταν φυλακισμένο στο δωμάτιο και ο Οικονομίδης ζητά τη συνδρομή του πανεπιστημιακού καθηγητή ψυχολογίας και φίλου του Κρίστερ Μπγέπλινγκ (ο οποίος μας είναι γνωστός από το πρώτο βιβλίο της σειράς). Λίγες ώρες αργότερα, ένα δεύτερο μέλος του κυκλώματος παιδεραστίας, στα ίχνη του οποίου βρίσκεται πλέον η αστυνομία του Έρεμπρο, εξαφανίζεται. Καθώς θα πρέπει να λύσει αυτή την υπόθεση, ο Οικονομίδης βασανίζεται από το μετα-τραυματικό στρες που του έχει αφήσει η προηγούμενη περιπέτειά του, ενώ ένα αναπάντεχο και καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό θα τον κάνει να ταξιδέψει στην Ελλάδα έπειτα από πολλά χρόνια…
Η πρόζα του Βαγγέλη Γιαννίση είναι καλογραμμένη και ευκολοδιάβαστη, όπως άλλωστε μας έχει συνηθίσει και στα δύο προηγούμενα βιβλία, η πλοκή του πλούσια και σύνθετη –εδώ ακολουθεί μια πιο προσιτή και φιλική προς τον αναγνώστη εξέλιξη σε αντίθεση με το δεύτερο βιβλίο («Το Κάστρο») όπου ήταν πιο δαιδαλώδης και πολυπλόκαμη– δίνοντας πάντα μια ιδιαίτερη αίσθηση ρεαλισμού στην ιστορία, ενώ πλάι σε αυτά τα στοιχεία υπάρχει και η ανθρωπολογική μέριμνα για τις ζωές των ηρώων του, τους οποίους αναπτύσσει με ενδιαφέροντα στοιχεία ταυτότητας και χαρακτήρα, καθιστώντας τους υπάρξεις αυτόνομες και αναγνωρίσιμες.
Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένα η οικογένεια του Ελληνοσουηδού επιθεωρητή, ο γιος του Γιάννης αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα εκφοβισμού στο σχολείο, γνωρίζουμε καλύτερα τη σύζυγό του Λίσμπεθ, και βλέπουμε περισσότερο τον Οικονομίδη στο ρόλο του πατέρα. Ευχάριστη είναι και η επιστροφή του Κρίστερ, που μας είχε λείψει στο δεύτερο βιβλίο. Είχαμε γνωρίσει τον πανεπιστημιακό καθηγητή, καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο, στο «Μίσος», όπου διατηρούσε έναν πιο ουσιαστικά ενταγμένο ρόλο στην υπόθεση και είχε γίνει ένας καλός συνεργάτης του Οικονομίδη, στο «Κάστρο» έλειπε στην Αμερική για μια εγχείρηση που θα αποκαθιστούσε την κίνηση στα κάτω άκρα του, και τώρα επισκέπτεται ξανά το Έρεμπρο, στηριγμένος στις πατερίτσες του αλλά περπατώντας, διατηρώντας ωστόσο έναν πιο περιφερειακό ρόλο στην ιστορία. Ο Σαμαήλ είναι μια ενδιαφέρουσα φιγούρα κακού. Ο Γιαννίσης φροντίζει να φωτίσει τις σκιερές πτυχές του χαρακτήρα του και να μας δώσει τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του.
Εν ολίγοις, για ακόμη μία φορά ο Γιαννίσης καταφέρνει να δαμάσει ένα πληθωρικό υλικό και να δημιουργήσει σύνθετη πλοκή και ανθρώπινους χαρακτήρες, δίνοντάς μας ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Έτσι, μέσα στη σύγχρονη πλημμυρίδα της αστυνομικής λογοτεχνίας, «Ο χορός των νεκρών» διεκδικεί δικαιωματικά τη δική του θέση.