Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος μ’ ένα Παρίσι απρόσωπο σαν τον αριθμό ενός δρομολογίου λεωφορείου. Όσα στήνουν τον χαρακτήρα του ήρωα του Ουελμπέκ, είναι επίσης απρόσωπα: οι αναμνήσεις του αραιές σε περιεχόμενο, ο ίδιος χωρίς χαρακτηριστικά, οι λέξεις συνηθισμένες. Αυτή η «πεζότητα» και η πεζολογία, ασκούν μια σαγηνευτική δύναμη που παραμένει ανεξήγητη. Στη συνέχεια, ο Ουελμπέκ παρουσιάζει με εξαιρετική επιτυχία μιαν άσκηση, που στα μαθήματα δημιουργικής γραφής ονομάζεται «μια δουλειά που κάνω καλά». Μας διηγείται πώς ο ζωγράφος-ήρωάς του συνέλαβε και έστησε την έκθεση με την ονομασία Χάρτες και Επικράτεια. Σαν να μην είναι πια συγγραφέας αλλά ένας παραστατικός καλλιτέχνης, ένας περφόρμερ, συλλαμβάνει και υλοποιεί το πρότζεκτ του: τοπία της Γαλλίας μέσα από τους χάρτες Μισελέν.
Σταδιακά, ο αναγνώστης αρχίζει να συναντά λέξεις αλιευμένες από την καθημερινότητα του ίντερνετ, της διαφήμισης, των σούπερ μάρκετ, κυρίως ονόματα προϊόντων νέων τεχνολογιών που τις δέχεται με φρέσκια έκπληξη, καθώς διατηρεί την επαφή του με την αναζήτηση σε ιστότοπους που μπορεί να έκανε πριν λίγο. Αυτό δεν γίνεται για κάποιο λόγο μοντερνιστικού στυλ, παρά είναι σε άμεση συνάφεια με την εισαγωγή του αναγνώστη στο «μυθιστόρημα του σύγχρονου πολιτισμού», χωρίς ίχνος ευκολίας, ή επιφανειακότητας. Το «βιομηχανικό προϊόν» αναδεικνύεται ως το σύγχρονο αντικείμενο τέχνης.
Ο συγγραφέας αποκορυφώνει την ιδιοφυία του με το τέχνασμα που εφευρίσκει για την επόμενη έκθεση του ήρωά του. Ο τελευταίος ζωγραφίζει αρχικά μια σειρά από 42 πίνακες με τον τίτλο «απλά επαγγέλματα», μεταξύ των οποίων «ο χασάπης του αλογίσιου κρέατος », «ο υπεύθυνος του bartabac», πορτραίτα διάσημων τηλεοπτικών δημοσιογράφων και αφανών επαγγελματιών της κοινωνίας του θεάματος, για να ακολουθήσει μια σειρά από 22 πίνακες με τίτλο «εταιρικές συνθέσεις». «Ο Στηβ Τζόμπς και ο Μπιλ Γκέητς συνομιλούν για το μέλλον της πληροφορικής», «Ο Ντάμιεν Χιρστ και ο Τζεφ Κουνς μοιράζονται την αγορά της τέχνης», είναι μερικές από αυτές, με τις οποίες ενασκεί μια θεώρηση του τοπίου της τέχνης και της βιομηχανικής παραγωγής, ως στοιχεία πολιτισμού στην Ευρώπη του σήμερα.
H συνάντηση του ήρωα με τον συγγραφέα στο χαρτί, είναι ακόμα ένα τέχνασμα που έχει ξαναγίνει από άλλους συγγραφείς, ωστόσο έχει ενδιαφέρον για τον τρόπο που παρουσιάζει τον εαυτό του ο Ουελμπέκ. Δεν ψάχνει δικαιολογίες για την «κατάντια» του, που περιγράφεται ανεπιφύλακτα κι όχι ναρκισσιστικά. Απλώς θεάται τον εαυτό του δημοσίως.
Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, παρελαύνουν επώνυμα πρόσωπα από το προσκήνιο της γαλλικής επιχειρηματικής, πολιτιστικής, τηλεοπτικής ζωής της Γαλλίας – φανταστείτε το όπως στην ταινία «Στιγμιότυπα» του Άλτμαν ως προς τον ρυθμό, ενώ ως αφηγηματική σκοπιά παραμένουν τα εντόσθια του πρωταγωνιστή.
Ο Ουελμπέκ εκθέτει τις απόψεις του για το τι θα μπορούσε να είναι η παραμυθία του Homo Technologicus, παραθέτοντας τις απόψεις του Ουίλιαμ Μόρις, κοινωνιστή και εμπνευστή μιας βραχύβιας κοινότητας οικοτεχνών που λειτούργησε με επιτυχία στα τέλη του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες. Οικοτεχνία και οικονομική ισότητα μοιάζει να σώζουν τη φύση και την οικονομία, για να μην πούμε τίποτα για την τέχνη και την καθημερινότητα.
«Αυτή είναι η θέση μας ως καλλιτεχνών: είμαστε οι τελευταίοι εκπρόσωποι της οικοτεχνίας στην οποία η βιομηχανική παραγωγή έδωσε το τελειωτικό χτύπημα.» Προφανώς, εδώ περιλαμβάνονται οι ζωγράφοι και οι συγγραφείς που σαν άλλα «βιομηχανικά προϊόντα» πρόκειται σύντομα να παραγραφούν από την κάθε επόμενη γενιά «προηγμένων συγγραφέων και ζωγράφων», όπως οι υπολογιστές, οι τηλεοράσεις και τα πλυντήρια.
Μάλλον χρειάζομαι παραπάνω από 500 λέξεις για να σχολιάσω όσα συμβαίνουν στο βιβλίο, όπου φόρμα και περιεχόμενο, αυθεντικά συνδεδεμένα, περιγράφουν όσα συμβαίνουν στο μυαλό του συγγραφέα και, γεγονός αρκετά τρομακτικό, στην Ευρώπη. Άλλωστε ο ζωγράφος δολοφονείται και έπεται συνέχεια, που φτάνει έως τις αρχές τις δεκαετίας του 2020.
Με αλλεπάλληλες και συναρπαστικές πυκνές στρώσεις αφηγήσεων, ο Ουελμπέκ καταφέρνει μέσα σε 380 σελίδες να παραδώσει μια ολογραμματική προς το παρελθόν και το ευχετικό μέλλον, αναπαράσταση του ανθρώπινου θηρίου. Παρόν δεν υπάρχει, για κείνον τουλάχιστον.