Ακολουθώντας τα χνάρια του χρόνου…
Η Λίλα Κονομάρα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία στο Παρίσι και εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2002 με το βιβλίο Μακάο (Πόλις, 2002· Μεταίχμιο, 2005· Κέδρος 2018), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Εξέδωσε τα μυθιστορήματα Τέσσερις εποχές-Λεπτομέρεια (Μεταίχμιο, 2004), Στις 11 και 11 ακριβώς! (παιδικό μυθιστόρημα, Παπαδόπουλος, 2005), Η αναπαράσταση (Μεταίχμιο, 2009), Το δείπνο (Κέδρος, 2012), Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου (Κέδρος, 2018), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Οι ανησυχίες του γεωμέτρη (Κέδρος, 2014). Παράλληλα, μεταφράζει γαλλική λογοτεχνία και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Η αφήγηση του Μπόγου της, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, χρονολογικά καλύπτει έναν αιώνα και παραπάνω. Από το 1911 έως το 2018, όλη η Ιστορία, όλα τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα, παρελαύνουν μπρος στα μάτια του αναγνώστη.
Με το πέρασμα των χρόνων, η Ελλάδα αλλάζει, «εκσυγχρονίζεται»˙ το ηλεκτρικό ρεύμα μπαίνει στα σπίτια, τα οποία διαθέτουν πλέον και τρεχούμενο νερό, τα παλιά χαμόσπιτα γκρεμίζονται και στη θέση τους χτίζονται πολυκατοικίες μέσω της αντιπαροχής, οι ηλεκτρικές συσκευές, όπως το ψυγείο, κάνουν την εμφάνισή τους…
Οι Βαλκανικοί, ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Β’ Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος, η δικτατορία. Το χρηματιστήριο και η φούσκα του, το κύμα της προσφυγιάς και των μεταναστών, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η οικονομική κρίση. Και ακόμη, οι ξαφνικά θαυματουργές εικόνες και το αγιασμένο νερό της τοπικής πηγής, που προσελκύουν πλήθη κόσμου, Ελλήνων αλλά και τουριστών. Η ευμάρεια, η πρόοδος, τα πλούτη, η επέκταση των ορίων της πόλης, που σύντομα γίνεται ξακουστή λουτρόπολη. Κι έπειτα, η σταδιακή παρακμή και η πτώση.
Όλα παρουσιάζονται μέσα από τις διαφορετικές φωνές των κατοίκων, διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, μιας πόλης της Μακεδονίας. Αλλά και μέσα από τις αφηγήσεις του ποταμού, των δέντρων, των ζώων, των πουλιών. Της ίδιας της πόλης. Ένα συλλογικό πολυφωνικό μυθιστόρημα.
Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη, μεταβάλλεται αναλόγως με τον αφηγητή της, αλλά και το χρονικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται κάθε φορά. Ενώ ξεκινάει στακάτη, λιτή, χωρίς στολίσματα, αφαιρετική και απολύτως κυριολεκτική, σταδιακά αποκτάει λυρισμό, μακροπερίοδο λόγο, γίνεται περιφραστική, πιο αναλυτική. Σε κάθε υποκεφάλαιο μιλάει και διαφορετικός ήρωας, όλα παρουσιάζονται μέσα από τη δική του οπτική, μέσα από τη δική του «αλήθεια», τον δικό του τρόπο έκφρασης, ενώ δεν παραλείπει να «ξεσκεπάσει» την ψυχή και τον χαρακτήρα του.
Τόπος δράσης του μυθιστορήματος είναι πάντα η πόλη, η αφήγηση ποτέ δεν ξεφεύγει εκτός των ορίων αυτής. Ο χρόνος, αντίθετα, κυλάει αδυσώπητος, όλα γύρω μεταβάλλονται. Μόνο οι άνθρωποι, οι ήρωες, μένουν οι ίδιοι. Παρά το πέρασμα των χρόνων, εκείνοι μένουν ζωντανοί και ακμαίοι, να ζουν, να εργάζονται, να δίνουν το «παρών» στα σημεία του τόπου τους, ακολουθώντας τον ρυθμό του εκάστοτε καιρού και φέρνοντας χορευτικές βόλτες στα τσαλίμια του. Ο καθηγητής, ο παπάς, ο γιατρός, ο χωροφύλακας, ο διοικητής και οι οικογένειές τους. Όπως και ο άγνωστος άντρας που τον ονόμασαν Μανώλη, που εντοπίστηκε μια μέρα, το 1911, χωρίς τις αισθήσεις του στα χωράφια έξω από την πόλη. Πώς βρέθηκε εκεί, από πού ήρθε, ποιος είναι; Ο ίδιος αδυνατεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα, καθώς έχει αμνησία. Ένας άντρας-καταλύτης; Ή κάτι άλλο; Τα μόνα που μεγαλώνουν είναι τα παιδιά των οικογενειών, από μαθητές γίνονται φοιτητές. Αλλά μέχρι εκεί.
Ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα, πλημμυρισμένο από την ατμόσφαιρα της κάθε εποχής που περνάει και χάνεται ανεπιστρεπτί, γεμάτο ελληνική Ιστορία όπως αυτή ξετυλίγεται μέσα από τις ζωές απλών ανθρώπων. Ένα μυθιστόρημα-περιήγηση στον ελληνικό 21ο αιώνα.