Έγκλημα ή τιμωρία;

Και το πιο άγριο κτήνος, έχει μια στάλα έλεος.

Εγώ δεν έχω, γι’ αυτό κτήνος δεν είμαι.

Σαίξπηρ, Ριχάρδος ο Γ΄

Υπάρχουν βιβλία που άπαξ και τα ξεκινήσεις, είναι αδύνατον να τ’ αφήσεις από τα χέρια σου – άλλοτε επειδή είναι εξαιρετικά καλογραμμένα, άλλοτε επειδή το συγγραφικό εύρημα είναι ιδιαίτερα έξυπνο. ”Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ.” του Αργεντινού συγγραφέα Γκιγέρμο Μαρτίνες, κάνει κάτι πολύ περισσότερο από το να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους: τον απορροφά πλήρως και τον υποβάλλει – με ένα είδος σκοτεινής, μαγικής επιρροής, σε τέτοιο βαθμό ώστε τον καθηλώνει απολύτως.

Η υπόθεση, που εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Αργεντινή και εκτείνεται χρονικά σε μια δεκαετία, ξεκινά ως ένα ερωτικό τρίγωνο και καταλήγει σ’ ένα νοσηρό νουάρ: δύο άντρες συγγραφείς -ο Κλόστερ είναι επιτυχημένος και διάσημος, ενώ ο ανώνυμος αφηγητής της ιστορίας, ο κλασικός τύπος του διανοούμενου, χωρίς ιδιαίτερη συγγραφική επιτυχία-, διεκδικούν ερωτικά τη νεαρή φοιτήτρια Λουσιάνα Μπ., που εργάζεται ως γραμματέας τους. Δέκα χρόνια αργότερα, η Λουσιάνα θα εμφανιστεί απελπισμένη και σε θλιβερή κατάσταση στην πόρτα του αφηγητή, για να του διηγηθεί, έντρομη, τα τραγικά γεγονότα της ζωής της: μια ακολουθία περίεργων θανάτων των αγαπημένων της προσώπων, για τους οποίους θεωρεί υπεύθυνο τον Κλόστερ – ως μεθοδικά οργανωμένη εκδίκηση εναντίον της, επειδή τον κατηγόρησε τότε για σεξουαλική παρενόχληση. Θα του ζητήσει να τον προσεγγίσει εκ μέρους της και να μεσολαβήσει ώστε να σταματήσει τα δολοφονικά του σχέδια. Εκείνος, αν και αμφιβάλλει σοβαρά για την ψυχική ισορροπία της, επηρεασμένος συναισθηματικά από τον ανεκπλήρωτο έρωτά του, θα δεχτεί και θα βρεθεί παγιδευμένος στον ιστό ενός ιδιοφυούς και σατανικού μυαλού…

Ειλικρινά δεν μπορώ να βάλω σε λέξεις τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Μαρτίνες χτίζει κομμάτι-κομμάτι το λαβύρινθο της πλοκής, παρασύροντας τόσο τον αφηγητή όσο και τον αναγνώστη, όλο και πιο βαθιά στους ερεβώδεις διαδρόμους του: μίτος δεν υπάρχει, μόνο ο Μινώταυρος που διασκεδάζει με τα θύματά του, πριν τα κατασπαράξει.

Η διπλή εκδοχή της ιστορίας τόσο από τη Λουσιάνα όσο και από τον Κλόστερ, δημιουργεί ένα ευφυές mind game, όπου τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση, το τυχαίο και το προμελετημένο, την τιμωρία και την εκδίκηση, είναι συνεχώς ρευστά και αλλάζουν ανάλογα με την οπτική γωνία. Το ίδιο ισχύει και για τους ήρωες του μυθιστορήματος: μέχρι και την τελευταία σελίδα, παραμένει ασαφές ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης – ή μήπως υπάρχει μια τρίτη, σκοτεινή δύναμη που κινεί τα νήματα; Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνουν οι διακειμενικές αναφορές σε αποσπάσματα από τη Βίβλο και τα ”Τετράδια Σημειώσεων” του Χένρυ Τζέιμς, λειτουργώντας ως κλειδιά στην αφήγηση – όχι όμως για να αποκαλύψουν την αλήθεια, αλλά για να ανοίξουν τις πύλες που οδηγούν στην καρδιά του κακού.

Αξιοποιώντας, όπως και στην ”Ακολουθία της Οξφόρδης”, την έννοια της μαθηματικής ακολουθίας, ο (μαθηματικός) Γκιγέρμο Μαρτίνες δημιουργεί ένα μυθιστόρημα-εξίσωση και καλεί τον αναγνώστη να τη λύσει, ενώ παράλληλα θέτει το ζήτημα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή. Όμως αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της αρχιτεκτονικής του βιβλίου – στον πυρήνα του βρίσκεται η περιοχή των πρωτόγονων ενστίκτων, όπου το αίμα πληρώνεται με αίμα…