Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής, σεμνός κι ολιγογράφος, βαθύς γνώστης της Αρχαιότητας, πνευματικώς εναργής και μαχητικά παρών, μέσα από τον «Αρχίλοχό του» φαίνεται σα να νοσταλγεί τη μακρινή εκείνη εποχή που δεν είχε ακόμα επιτευχθεί η ολοκληρωτική αποξένωσις και το διαζύγιο σώματος-ψυχής, τότε που «νους υγιής εν σώματι υγιεί» και «πόλις εστί νόμω» (από το ρήμα «νέμω»). Σήμερα που φαίνεται ότι χάθηκε το μέτρο και η Λογική, ο άνθρωπος έπαψε να είναι το κέντρο των πάντων και η παράνοια, η ψύχωση, το Ά-λογο πήραν τη θέση του γνώμονα και του κανόνα, η επιστροφή στις αρχαίες γάργαρες πηγές απ’ όπου αναβλύζει το λαγαρό νερό της Ποίησης είναι από επιτακτική έως αναγκαία. Σήμερα, ο όρος «Υψηλή Ποίηση» θεωρείται τουλάχιστον γραφικός, αφού η συν-γραφή έχει κυλήσει στα ρείθρα του δρόμου κι η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν, το να υπηρετεί κανείς τις Μούσες με τρόπο συστηματικό κι ερευνητικό, το να συνθέτει μετά προσοχής και να τυπώνει εμβριθή κείμενα, είναι θαρρώ ο μόνος τρόπος να απαλλάξουμε την «έμπνευσιν» από τον ρομαντικό μανδύα της και να ξαναδούμε την Αρχαιότητα με καθαρή οπτική, απαλλαγμένη από «μεταφυσικές» επιχωματώσεις κι επιχρωματισμούς παντός είδους. Μακριά από τη μεταμοντέρνα ανασφάλειά μας, ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής επιμένει στην ποιότητα και η αρχαιολατρεία του δεν είναι εθνικιστική αλλά φιλάνθρωπη και διαφωτιστική. Ανθρωποκεντρικός ο λόγος του δικού του Αρχίλοχου. Ας διαβάσουμε από τη σελ. 171 αυτού του εκπληκτικού πονήματος:

…Έγραψε και μια σειρά από ηδονοθηρικά πονήματα, με μεταφορικά συχνά σχόλια, για τις ανάλογες περιστάσεις, αυτοσχεδιάζοντας συχνά στα γλέντια, σαρώνοντας το κοινό με γοργοκίνητο πλάγιο βλέμμα και ψυχολογώντας το, καθώς τα συνόδευε με ανάλογες πονηρές παραστατικές κινήσεις: «η αλκυόνα / πάνω στο μυτερό το βράχο τίναζε τα φτερά της», ενώ κουνούσε τα χέρια του κακαρίζοντας ως κλώσσα, που έτρεχε γύρω-γύρω στη σκηνή σαν να την κυνηγούσε βαρβάτος κόκορας…

…Πολλά από τα στιχάκια του κολλούσαν ως σλόγκαν στα μυαλά των ακροατών, που τα μεταχειρίζονταν ταιριάζοντάς τα ακόμα και σε άσχετες περιστάσεις. Ιδίως τα σατιρικά, πλημμύριζαν γέλιο τις καθημερινές μικροστιγμές τους…

Ε, λοιπόν, δηλώνω ευθαρσώς ότι αυτό το βιβλίο θα ήθελα να έχω την τιμή, την έμπνευση, το μεράκι, την επιμονή και τη σχολαστικότητα για να το γράψω εγώ. Κι αυτή είναι μια γενναία δήλωση που δεν την έχω κάνει ποτέ ξανά. Δεν είναι φθόνος. Ευγενής άμιλλα.