Ο Ρώσος ιατρός, θεατρικός συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους όλων των εποχών Anton Pavlovich Chekhov (Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ) γεννήθηκε το 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ της Αζοφικής θάλασσας και πέθανε από φυματίωση στο Μπαντενβάιλερ της νοτιοδυτικής Γερμανίας μόλις το 1904. Το 1879 εισάγεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας και αποφοιτά το 1884. Το 1890 πραγματοποιεί ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό στη μακρινή νήσο Σαχαλίνη και συντάσσει μία εξαιρετική πραγματεία, σταθμό στα χρονικά της ρωσικής εγκληματολογίας. Από τα γυμνασιακά του χρόνια δημοσιεύει ευθυμογραφήματα και χιουμοριστικά διηγήματα σε περιοδικά. Επίσης γράφει τα πρώτα του μονόπρακτα και θεατρικά έργα και καθιερώνεται ως συγγραφέας. Το 1888 του απονέμεται το βραβείο Πούσκιν. Εργάστηκε εντατικά για την αντιμετώπιση της χολέρας στην πατρίδα του, παρείχε δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους φτωχούς και ανήμπορους αρρώστους, έχτισε τρία σχολεία, και, αν και ανατράφηκε σε μία θεοσεβούμενη και αυστηρή οικογένεια, στη συνέχεια έγινε άθεος. Συνήθιζε να λέει ότι «Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη». Ήταν εκπρόσωπος της ρωσικής ρεαλιστικής σχολής και ένας από τους από τους επιφανέστερους δραματουργούς στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας. Μεταξύ άλλων έγραψε το 1888 τις νουβέλες «Η Στέπα»» και το 1899 Η κυρία με το σκυλάκι», και τα θεατρικά κλασικά αριστουργήματα «Ο γλάρος» (1896), «Θείος Βάνιας» (1896), «Τρεις αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Το 1901 παντρεύτηκε τη νεαρή ηθοποιό Όλγα Κνίπερ.

Στα πρώτα διηγήματα που ανήκουν στο πρώιμο έργο του συγγραφέα συναντάμε τους συχνότερους ήρωες που απαντώνται σε μυθιστορήματα και νουβέλες, μάγισσες στη Βαρκελώνη και ηλίθιους Ισπανούς, ερωτικά τρίγωνα και μοιραίες γυναίκες στην Κριμαία, εξόριστους στη Σιβηρία και κλέφτες, αδελφικούς καυγάδες και συμφέροντα. Στη συνέχεια περνάμε σε χιουμοριστικές και γιορτινές ιστορίες με αμαξάδες, και γέροντες σε ταχυδρομικούς δρόμους, υπάλληλους και διευθυντές εταιριών σε απόγνωση, ζευγάρια που πέφτουν πάνω σε κυρτούς καθρέφτες, και διασχίζουν νύχτα απαίσιους, λασπωμένους χωραφόδρομους, και θανάτους δημοσίων υπαλλήλων. Και το νεανικό έργο του συγγραφέα συνεχίζεται με ηθοποιούς που περιδιαβαίνουν νεκροταφεία, ήρωες που περνούν φρικιαστικές νύχτες, ανακριτές που πηγαίνουν να κάνουν νεκροψία και ιατροδικαστές με περίεργα προαισθήματα, με τη σημασία του σουηδέζικου σπίρτου και του ακριβού σκυλιού και τον τρόμο και τον πανικό στη θέα ενός φρέσκου πτώματος. Και ολοκληρώνεται με πλανόδιους ηθοποιούς σε παραλογισμό, άσπλαχνους κυνηγούς, απαθείς και αδιάφορους επαρχιώτες κακοποιούς, συζητήσεις μπεκρήδων με νηφάλιους διαβόλους, διαμονές σε πανδοχεία στο δωμάτιο των περαστικών ταξιδιωτών, μουζίκους που κερδίζουν το λαχείο, αναποφάσιστους εκδικητές, συμπαθείς φιγούρες ιερωμένων της ρωσικής εκκλησίας, συνέντευξη επίδοξης συγγραφέα με απρόσμενη κατάληξη, επτασφράγιστα οικογενειακά μυστικά και ανεξήγητους εκούσιους θανάτους. Τα διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στο ώριμο έργο του συγγραφέα αναφέρονται στον μπατίρη παπουτσή, στον απολυμένο φαντάρο Γκούσεφ, στον καυχησιάρη νοσοκόμο Γεργκούνοφ, στον ερωτευμένο κυπρίνο, στην ξεμυαλισμένη νύφη Όλγα και στο μαύρο χιούμορ του φερετροποιού Γιάκοφ. Στη συνέχεια περνάμε στον φοιτητή της Ιερατικής Ακαδημίας Ιβάν, στον ανατρεπτικό και παιχνιδιάρικο μαύρο μοναχό, στην εκτίμηση της ανέμελης ζωής στο σπίτι με το μεσοπάτωμα, στη δασκάλα Μαρία και τα διηγήματα ολοκληρώνονται με τα τρία τελευταία, επονομαζόμενα και Τριλογία του Τσέχοφ που πραγματεύονται το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας στην εποχή του σκληρού τσαρικού καθεστώτος.

Η διηγηματική συλλογή του Αντόν Τσέχοφ αποτελείται από 42 επιλεγμένα αφηγήματα που έγραψε ο συγγραφέας από το 1880 (σε πολύ νεαρή ηλικία) έως το 1898. Συγκεκριμένα τα κείμενα από το 1888 και εφεξής ανήκουν στο ώριμο έργο του που τον κατέστησαν ως έναν από τους κορυφαίους –αν όχι τον κορυφαίο– εκπρόσωπο της παγκόσμιας διηγηματογραφίας. Ο λογοτέχνης και δοκιμιογράφος Άγγελος Τερζάκης θεωρεί ότι υπάρχουν δύο είδη καινοτόμων συγγραφέων: Εκείνοι που φέρουν κάτι το καινούργιο. Το καινούργιο παλιώνει. Και υπάρχουν εκείνοι που φέρουν κάτι το ανεπανάληπτο. Απ’ αυτούς είναι ο Τσέχοφ. Επίσης, ο επιφανής Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας Raymond Carver (Ρέιμοντ Κάρβερ) χαρακτηρίζει τον Τσέχοφ ως τον μεγαλύτερο διηγηματογράφο όλων των εποχών (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Τα διηγήματα της συλλογής αναδεικνύουν μία νέα λογοτεχνική πτυχή της πολύπλευρης εργογραφίας του αριστουργηματικού συγγραφέα και φωτίζουν ορισμένες αφανείς και απρόβλεπτες (σύμφωνα με τον τίτλο) συνιστώσες της. Οι ιστορίες διαδραματίζονται σε αγροτόσπιτα της αχανούς ρωσικής επαρχίας, σε ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα εξοχικά στη ρωσική ύπαιθρο, σε πλοία και σε δημόσιες γραφειοκρατικές υπηρεσίες με πρωταγωνιστές από όλες τις κοινωνικές τάξεις, χωρικούς, μουζίκους, ηθοποιούς, υπαλλήλους, αστυνόμους, ανακριτές και αστούς, ιερείς, κατάδικους ακόμη και νεκρούς. Διάχυτο είναι το μαύρο χιούμορ, η σαρκαστική και επικριτική διάθεση, αλλά και ο ερωτισμός, η αγωνία, ο φόβος και το μυστήριο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι πολλά διηγήματα μεταφράζονται πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, ενώ σημαντικός αρωγός στην κατανόηση των κειμένων και του πνεύματος του συγγραφέα είναι το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα της Σταυρούλας Αργυροπούλου, η οποία ανέλαβε και την ανθολόγηση των διηγημάτων, καθώς και το μεταφραστικό έργο με τις επεξηγηματικές υποσημειώσεις της. Ο κορυφαίος πιανίστας και συνθέτης Σεργκέι Ραχμάνινοφ εμπνεύστηκε από διήγημα του βιβλίου, ενώ ο συνθέτης Πιοτρ ΙλίτςΤσαϊκόφσκι εντυπωσιάστηκε κι αυτός από διήγημα της συλλογής. Συμπεριλαμβάνεται επίσης ένα από τα πιο αγαπημένα αφηγήματα του συγγραφέα.