Η αγάπη (ου) ζητεί τα εαυτής

Ο αγλαός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει, είχε επισημάνει την εμπρόθετη επιθυμία του να διαδηλώσει υπέρ της ζωής. Εξ ου και η δήλωση «προσεύχομαι στα πράγματα που θα με δώκουν ζωή». Τι όμορφο πλήγμα οι προσευχές.

Ο Μάρτιν Βάλζερ αν δεν προσεύχεται, σίγουρα ομνύει στην αγάπη. Ο μυθιστορηματικός Γκαίτε, «ο άντρας που ήξερε ν’ αγαπάει», πράττει ομοίως. Ο Βάλζερ μαζί με τον Γκρας συναποτελούν τους φανούς της μοντέρνας γερμανικής λογοτεχνίας, με το παρόν μυθιστόρημα να καταπιάνεται εκ νέου με ένα προσφιλές γι’ αυτόν θέμα.  Το γηραιό πάθος που με φλεγματώδη βραδύτητα προσπαθεί να οικειοποιηθεί την ομορφιά των νιάτων, να αγγίξει τον απαγορευμένο καρπό, να γευτεί τους λιγωτικούς αρπισμούς ενός πρωτοφανέρωτου –αλλά και ανοίκειου– έρωτα.

Είναι ο «Θάνατος στην Βενετία»  του Μαν  ή το «Dying Animal» του Φίλιπ Ροθ. Είναι «Η ελεγεία του έρωτα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ με τον Γάλλο να αναφωνεί «σημασία έχει να αγαπάς και να θυμάσαι».

Ο Βάλζερ δεν αγιοποιεί τον ηλικιωμένο Γκαίτε, δεν τον στεφανώνει με το απόμακρο φως ενός πνευματικού ογκόλιθου. Τον παρουσιάζει τρωτό, εγωπαθή,  περιδεή ερωτιδέα. Εκκινεί από το πραγματικό ειδύλλιο του Γκαίτε (σε ηλικία 73 ετών) με την παιδούλα Ουλρίκε φον Λέβετσβο για να προσυπογράψει τη μυθοπλαστική ανατομία ενός δαιμονικού μυαλού.

Στο ειδυλλιακό Μαρίενμπαντ θα πυροδοτηθεί ο εσωτερικός μηχανισμός ανάφλεξης του Γκαίτε. Εκεί θα γνωρίσει την αυθόρμητη και άκρως πνευματώδη Ουλρίκε και θα θαμπωθεί. Για πρώτη και ύστατη φορά στη ζωή του, θα βιώσει τις οδύνες της ζωής όχι μέσω της γραφής, ούτε καν από τη συμμετρία του δικού του πνεύματος. Για πρώτη φορά δεν αυτοαναφέρεται, αλλά επί της ουσίας επιδεικνύει με πάθος το ξεβόλεμα από τον κυριαρχικό εαυτό του. Ακκίζεται, γελοιοποιείται, αγγίζει τα όρια της φρενιτιώδους ζήλειας (την Ουλρίκε πολιορκεί ο νεότερος και ομορφότερος, Ντε Ρορ), ενδιαφέρεται για την εξωτερική του εμφάνιση. Αίφνης καταπέφτει σε συναισθηματική αναρχία.  Παύει να ενδιαφέρεται ακόμα και για τα βιτριολικά σχόλια του πνιγηρού περίγυρου ή της γυναίκας του.

Φευ, η ματαίωση των παθών δεν αργεί να έρθει. Όπως γράφει και ο Βάλζερ (μέσω του Γκαίτε), «οι υπάρξεις μας χωρίζονταν από μια σκληρή ανισότητα».  Η πρόταση γάμου που κάνει στην Ουλρίκε μοιάζει με ανεπίδοτο γράμμα. Η μικρή εξαργυρώνει το παρελθόν για το μέλλον. Χτυπημένος από τον ανέξοδο ίμερο, ο Γκαίτε θα συνθέσει την «Ελεγεία του Μαρίενμπαντ», ένα από τα αισθαντικότερα ερωτικά ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εν τοις πράγμασι, ο Γκαίτε, επιστρέφει σε αυτό που του προσφέρει απροκάλυπτη ευφορία: στο γράψιμο. Οι λέξεις λειτουργούν παυσίλυπα, οικειοποιούνται τον δαίμονα του πάθους, «όσο έγραφε βρισκόταν στον δικό του κόσμο», αποδραματοποιούν τη χαλεπή πραγματικότητα.

Το μυθιστόρημα του Βάλζερ χωρίζεται σε τρία μέρη, με το επιστολικό να είναι χάρμα μυθιστορηματικής τεχνικής και εμβάθυνσης.

Από τα κινηματογραφικά μοτίβα μέχρι τον ανάλαφρο ιμπρεσιονισμό, ο Βάλζερ συνθέτει ένα κολάζ υψηλής αισθητικής. Λόγος ενίοτε παραληρηματικός κι άλλοτε στέρεος και κοφτός. Με τρόπο επιδέξιο διαχειρίζεται διαφορετικές φωνές και αφηγήσεις. Εντάσσει στο κείμενο την ποίηση του Γκαίτε, εισδύοντας με τρόπο καίριο στον μύχιο ψυχισμό του Γερμανού ποιητή και δραματουργού. Ο συγγραφέας του «Βέρθερου» και του «Φάουστ», απογυμνωμένος από τη χρυσόσκονη του ταλέντου του, μοιάζει σχεδόν χειροπιαστός. Ο Βάλζερ εστιάζει πάνω του, προβαίνει σε μια μικροσκοπία πηγαίας έμπνευσης.

Η μετάφραση του Ηλία Τσιριγκάκη είναι προσαρμοσμένη στα πολυεπίπεδα επινοήματα του Βάλζερ.  Αντέχει στη μάχη με ένα δύσκολο κείμενο, δίχως αμυχές.