Με χρώμα κόκκινο, του αίματος, γράφεται η Ιστορία – Μερικές φορές το χρώμα αυτό μπορεί να είναι και της ντροπής

Η Μαρούλα Κλιάφα γεννήθηκε το 1937 στα Τρίκαλα. Εκεί ζει μόνιμα με την οικογένειά της. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και από το 1972 ασχολείται με τη λογοτεχνία, με τη συλλογή λαϊκών παραμυθιών, παραδοσιακών παιχνιδιών και παλαιών φωτογραφιών. Τα μυθιστορήματά της για παιδιά και εφήβους έχουν κάνει πολλές επανεκδόσεις, ενώ αποσπάσματα των έργων της συμπεριλαμβάνονται στα σχολικά αναγνωστικά «Η Γλώσσα μου».

Σύμφωνα με τη συγγραφέα, το βιβλίο αυτό είναι η συνέχεια του βιβλίου της «Μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» και βασίζεται πάνω σε πραγματικά γεγονότα της εποχής των εθνικιστικών οργανώσεων που δρούσαν στη Θεσσαλία κατά την περίοδο της Κατοχής και στα γεγονότα της μετεμφυλιακής περιόδου μέχρι το 1950. Με υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα και με τη μυθοπλασία να τα συνδέει, η συγγραφέας φωτίζει ένα σκοτεινό κομμάτι της εποχής εκείνης. Οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν την εποχή εκείνη φέρνουν στην επιφάνεια τη δράση των φιλοναζιστικών οργανώσεων ΕΕΕ και ΕΑΣΑΔ στη Θεσσαλία, κοσμώντας το βιβλίο με τη δύναμη της αλήθειας τους. Η ίδια η συγγραφέας, έχοντας ενσωματώσει τη δημοσιογραφική ιδιότητα στη γραφή της, παραθέτει τα στοιχεία –μερικές φορές με τη χρονική σειρά που εξυπηρετεί την πλοκή του έργου ή την ένταση των συναισθημάτων που θέλει να προκαλέσει–, μένοντας η ίδια όπως και η γραφή της σε απόσταση. Μοιάζει ο «Άντρας με τη γερμανική στολή» να είναι μια παρένθεση που της δίνει την ευκαιρία να μιλήσει για αυτή την αιματοβαμμένη περίοδο της Ελλάδας, φέρνοντας στην επιφάνεια –κάτι που είναι κοινό μυστικό–, το θέμα της προδοσίας και του δωσιλογισμού.

Χωρίς να αλλοιώνει την αλήθεια, πλέκει το μύθο της και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση αφήνει  ταυτόχρονα ένα ερωτηματικό να αιωρείται. Είναι, άραγε, αυτοβιογραφικό το βιβλίο; Και πάραυτα ο αναγνώστης απαντά: το να είναι αυτοβιογραφικό, ίσως να είναι η αιτία που γέννησε όλη αυτή την έρευνα.

Η ηρωίδα, νεαρή δημοσιογράφος τότε, μετά το θάνατο της μητέρας της, κρατά για την ίδια μόνο κάποια από τα βιβλία της Το βράδυ που επιστρέφει σπίτι της δεν μπορεί να κοιμηθεί και αρχίζει να τα ξεφυλλίζει. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχει και ένα τετράδιο με χειρόγραφες σημειώσεις της. Σε μία από αυτές γράφει για έναν άνδρα με γερμανική στολή που μια βραδιά, τότε που ζούσαν στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, ένα μαύρο αυτοκίνητο τις πήρε με τη μητέρα της –τη γιαγιά της  ηρωίδας– και την ώρα που τις φυγάδευε, προστατευμένες από τη συνοδεία δύο Γερμανών στρατιωτών, τους λέει: « Μη με ξεχάσετε».

Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που είχε τη δύναμη εκείνη την εποχή, Έλληνας όντας, να ντύνεται με τη γερμανική στολή και να ελέγχει Γερμανούς στρατιώτες; Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που η μητέρα της στις σημειώσεις της τον χαρακτήρισε μυθιστορηματικό ήρωα;

Η Μαρούλα Κλιάφα, με γραφή που μυρίζει υγρασία, μπαρούτι, δάκρυα και αίμα, αναβιώνει μια εποχή που δεν είχε εμπιστοσύνη κανείς σε κανέναν, ενώ τα αντίποινα είχαν για θύματα τους απροστάτευτους: γέρους, γυναίκες παιδιά. Άνθρωποι απλοί υπάρχουν στις σελίδες της, που για ένα πιάτο φαΐ ή με το πιστόλι στον κρόταφο προδίδουν ιδεολογίες, πατρίδα, οικογένεια, τρομοκρατημένοι για τη ζωή τους ή τη ζωή των δικών τους. Αλλάζουν στρατόπεδα προσπαθώντας να επιζήσουν, χωρίς να ξέρουν ακριβώς το γιατί ανήκουν εδώ ή εκεί.

Καταγεγραμμένες μαρτυρίες, αυτών που έζησαν τα γεγονότα αυτά, αποκαλύπτουν τη φρίκη και το αδιέξοδο που τους ανάγκαζε να εντάσσονται στη μία ή στην άλλη παράταξη και κατόπιν να οδηγούνται σε εγκλήματα διά λόγων και έργων. Ήταν η εποχή που έπρεπε κάπου να ανήκουν. Μετακινούνταν από τη μια παράταξη στην άλλη. Η ουδέτερη θέση δεν βοηθούσε. Αρκετοί βρέθηκαν πολύ καλά προστατευμένοι και επέζησαν, άλλοι πάλι γνωρίζοντας τις εξελίξεις μπόρεσαν και έφυγαν εγκαίρως.

Και το 1958 αλλάζει το σκηνικό. Φτώχια, ξερονήσια, και ένα έθνος χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα. Στους μεν και στους δε, όπου όμως, αν και όλοι αγωνίζονται να γελάσουν, να διασκεδάσουν, να ζήσουν, και να γεφυρώσουν το ιδεολογικό τους χάσμα, έρχονται συνεχώς αντιμέτωποι με ακρωτηριασμένα πιστεύω, μέλη και  ψυχές.

Τέλος, αυτό που απορρέει από τις αφηγήσεις είναι κάποιες στιγμές ευτυχίας που οι άνθρωποι διωγμένοι από τις ιδέες τους δεν έζησαν δίπλα στους αγαπημένους τους.

Ποιος, όμως, ήταν καλύτερος; Ποιος δεν πρόδωσε; Ποιος είχε τα σωστά κριτήρια για να ενδώσει  και να ενταχθεί εδώ ή εκεί; Ήξεραν γιατί ανήκαν εδώ ή εκεί; Και πώς ξεπερνούσαν το ότι έπρεπε να καταδώσουν ακόμη και αδέλφια για να σωθούν; Πόσο καλό κάνει ο φανατισμός στις  ιδεολογίες; Ποιος μπορεί να κρίνει, άραγε;

Αυτά τα ερωτήματα θέτει η συγγραφέας στο βιβλίο της, ενώ ο πανδαμάτωρ χρόνος κυλά σβήνοντας και αλλάζοντας το σκηνικό. Σε εκείνη την πλατεία, στο σημείο που τότε είχαν κρεμάσει οι ΕΠΟΝίτες τα κεφάλια των Βελουχιώτη και Τζαβέλα, τώρα μια πρόχειρη εξέδρα είχε ανεβάσει στα σανίδια της μια ροκ μπάντα, που έπαιζε για τους αλαλάζοντες συγκεντρωμένους νέους.

Η συγγραφέας αφήνει τις μαρτυρίες να ξαναζωντανέψουν την ιστορία της, δίνοντας φρεσκάδα στο κείμενο και νεανικότητα από την τόλμη που την ώθησε να τα ψάξει όλα. Κι η γραφή της αποκτά ζωντάνια και φωνή από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αθροίζει τα στοιχεία: ημερολόγιο, συναντήσεις, κασέτες με μαρτυρίες, το οδοιπορικό. Ενώ ο χρόνος παίζει το παιγνίδι του και ενώ οι αφηγήσεις αφορούν άλλοτε το τότε και άλλοτε το τώρα, ο αναγνώστης  νοιώθει σαν να βρίσκεται πάντα παρών. Κι όσο κι αν η συγγραφέας στέκει σε απόσταση από τη γραφή της, είναι η πραγματικότητα, τόσο η εθνική όσο και η ανθρώπινη, που πονά.

«Ο άντρας με τη γερμανική στολή» είναι μια ιστορία που η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός ανδρός γίνεται η αιτία η συγγραφέας να ανατρέξει στην πιο σκληρή εποχή της Ιστορίας μας, της οποίας τα απόνερα φτάνουν στις ημέρες μας. Ένα βιβλίο που συνδυάζει  τη δύναμη της αλήθειας και τον πόνο των ιστορικών γεγονότων, δοσμένα με το μέτρο της γραφής.