Μεταξύ ζωής, θανάτου και ιλαροτραγωδίας

Τα ακραία γυρίσματα της τύχης. Σαν κι αυτά που παρουσιάζει ο Άρθουρ Σνίτσλερ στην εξέχουσα, από κάθε άποψη, νουβέλα του «Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ». Μια αθώα, αλλά εξόχως βαρετή έξοδος του νεαρού ανθυπολοχαγού Γκουστλ εξελίσσεται σε ιλαροτραγωδία και φάρσα περιωπής. Ναι, πλήττει αφόρητα παρακολουθώντας ένα ανούσιο κονσέρτο. Θα προτιμούσε να παίζει χαρτιά, να χαριεντίζεται με κάποια δεσποσύνη (ακόμη κι αν αυτή είναι δεσμευμένη με άλλον άνδρα) ή τέλος πάντων να σπαταλάει άδοξα τον χρόνο του, από το να παρακολουθεί με βαρυθυμία κάποια κοριτσόπουλα να ψέλνουν δίχως σταματημό. Φευ, όταν η «υποχρέωση» τελειώνει, ο Γκουστλ μπλέκει σε ένα επεισόδιο ήσσονος σημασίας αρχικά, κεφαλαιώδους στη συνέχεια. Τσακώνεται με τον φούρναρη της πόλης για το ποιος θα εξυπηρετηθεί στην γκαρνταρόμπα του θεάτρου. Λόγω της θέσης τους, στρατιωτικός έναντι πολίτη, ο καυγάς λαμβάνει ιδιαίτερο χαρακτήρα. Τέτοιου είδους ντροπές ξεπλένονται μόνο με το σπαθί, όμως ο χειροδύναμος φούρναρης ταπεινώνει κι άλλο τον Γκουστλ κρατώντας το χέρι του που ετοιμάζεται να… αδειάσει το θηκάρι του. Τι ιταμότητα. Ο Γκουστλ πέφτει στο τέναγος του εξευτελισμού. Δεν υπερασπίστηκε την τιμή του όταν και όπως έπρεπε και τώρα φοβάται για τις συνέπειες: όλοι θα μάθουν πόσο «λίγος» αποδείχθηκε στην υπεράσπιση του ονόματος και του βαθμού του. Η τιμωρία που επιβάλλει στον εαυτό του είναι σκληρή, αλλά αναπόφευκτη: η αυτοκτονία. Μόνο έτσι θα ξανακερδίσει την υπόληψή του. Έστω και εν τη απουσία του.

Από τη στιγμή που αποφασίζει να προβεί στο απονενοημένο διάβημα έως την τέλεσή του διαρκούν κάποιες ώρες που ο Γκουστλ περνοδιαβαίνει τους αυστριακούς δρόμους, αλλά και τους άλλους της ζωής του. Επισκοπεί την αφετηρία του και την πορεία που διένυσε για να φτάσει μέχρι αυτό το οριακό σημείο προσωπικής απίσχνανσης. Θα μπορούσε να επιλέξει άλλο επάγγελμα, να έχει κάνει μια παραδοσιακή οικογένεια και να μην νοιάζεται για το στράτευμα και τις ψευδεπίγραφες τιμές του. Θα μπορούσε να μην είχε πάει στο κονσέρτο και να διασκέδαζε με κάποια από τις ομορφονιές που τον ορέγονταν. Κι όμως, εκείνος διάλεξε αυτό τον δρόμο. Μέχρι πρότινος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Δεν δίστασε να καλέσει σε μονομαχία έναν γιατρό που κακολόγησε το στράτευμα, αλλά αποδείχθηκε ελάχιστος μπρος στην προσβολή που του επιφύλαξε ο φούρναρης. Αυτοικτίρεται, λυπάται για την απόφαση που πήρε, αμφιταλαντεύεται πρόσκαιρα, αλλά τελικά αποφασίζει πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Ακόμη και αν γι’ αυτή του την πράξη θα λυπηθούν αφάνταστα η μητέρα του, η αδελφή του και η ερωμένη του. Ή, μήπως, όχι; Ενδέχεται ο μόνος που θα τον θυμάται με πόνο, με λύπη να είναι ο αδελφικός του φίλος και ουδείς άλλος. Τη στιγμή που βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με το δραματικό τέλος του, το νέο γύρισμα της μοίρας έρχεται να δώσει άλλη έκβαση. Τη στιγμή που φοβόταν ότι ο φούρναρης θα τον διαπομπεύσει σε γνωστούς και αγνώστους, μαθαίνει ότι έπαθε συμφόρηση και έπεσε νεκρός. Τι ευτυχία για τον μελλοθάνατο. Ένας νεκρός τον έσωσε. Ο θάνατος του ενός πρόσφερε τη ζωή σε κάποιον άλλον. Η ειρωνεία του Σνίτσλερ είναι αυταπόδεικτη. Ήταν αυτή άλλωστε που του στοίχισε τη δική του θέση στο στράτευμα. Η δημοσίευση της νουβέλας στις αρχές του 1900 προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων στους συντηρητικούς κύκλους της Αυστρίας. Κι όμως, από λογοτεχνικής άποψης ο Σνίτσλερ έφτασε σε μεγάλα… βάθη με τούτη την ιλαροτραγική νουβέλα, καθώς ήταν ο πρώτος συγγραφέας στη γερμανόφωνη λογοτεχνία που έκανε εκτεταμένη χρήση του εσωτερικού μονολόγου. Πριν καν η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τζέιμς Τζόυς τον αποθεώσουν και τον απογειώσουν.

Ο Σνίτσλερ είναι ένας συγγραφέας που στήριξε πολλά έργα του πάνω στις φροϋδικές δομές, ενδιαφέρθηκε έντονα για την εσωτερική διαπάλη των ηρώων του, γι’ αυτό και η εσωτερική σκόπευση ήταν η κατάλληλη φόρμα για να αποτυπώσει τις σκέψεις τους. Από την άλλη, μέσα από τα έργα του, αν και δεν ήταν το πρώτιστο μέλημά του, άφησε να περάσουν ενδεικτικές νύξεις για την κοινωνική κατάσταση της εποχής του. Η κομψευόμενη κενότητα της καλής κοινωνίας, ο έντονος αντισημιτισμός, οι δήθεν καλοί τρόποι, η πρακτική της μονομαχίας ως μοναδική διαδικασία ξεπλύματος της ντροπής. Όλα τούτα περνούν από τον «Υπολοχαγό Γκουστλ». Μπορεί να μην στηλιτεύονται, αλλά και μόνο ότι παρατίθενται ως παράλληλα συμβάντα μέσα στην κύρια δράση (με μια ελαφριά χροιά δηκτικότητας) φτάνει να τα χρωματίσει αναλόγως. Η μετάφραση ανήκει στον Άρη Δημοκίδη, ενώ η έκδοση συμπληρώνεται από την επιμέλεια και το επίμετρο της Τατιάνας Λιάνη.