Δύο είναι τα νήματα που δένει ο Βάργκας Λιόσα για να υφάνει την πλοκή στο μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες»: η ιστορία της φυλής των Ματσιγκένγκα στην περουβιανή Αμαζονία και η ιστορία ενός συμφοιτητή του αφηγητή, με μια εκ γενετής δυσμορφία στο πρόσωπο.

Ο συμφοιτητής του αφηγητή – alter ego του συγγραφέα, ονομάζεται Σαούλ, όνομα που προδίδει πως ανήκει σε μια μειονοτική κοινότητα στη χώρα του: είναι  Εβραίος. Ο Σαούλ ωστόσο ούτε σιωνιστής είναι, ούτε νιώθει να ταυτίζεται με τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας. Αντιθέτως, για λόγους που κι ο ίδιος δεν κατανοεί πλήρως εξαρχής, αλλά διαισθάνεται πως σχετίζονται με το σημαδεμένο του πρόσωπο (εξαιτίας του οποίου οι φίλοι του τον αποκαλούν Μασκοφόρο), νιώθει μια ακατανίκητη έλξη προς τη φυλή των Ματσιγκένγκα, μια φυλή φιλειρηνική, που οι συνεχείς πιέσεις, είτε από τις γειτονικές πολεμοχαρείς φυλές, είτε από την αγριότητα της φύσης, έχουν αναγκάσει να μετακινείται συνεχώς, σε βαθμό ώστε να αυτοπροσδιορίζονται ως «οι άνθρωποι που περπατούν». Η  επιλογή του ονόματος Σαούλ δεν είναι τυχαία, αφού ο μυθιστορηματικός Σαούλ θα μεταστραφεί και αυτός, όπως ο Σαούλ – Παύλος, αφήνοντας πίσω του την παλιά του πίστη και προσχωρώντας σε μια νέα κοινότητα.

Ο αφηγητής ακολουθεί από απόσταση τα βήματα του Σαούλ. Όσο διάστημα διαρκεί η φιλία τους, στα φοιτητικά τους χρόνια, η μοίρα των λαών της Αμαζονίας αποτελεί μόνιμο θέμα συζήτησης ανάμεσά τους. Ο Σαούλ είναι «καθαρολόγος», ιθαγενιστής: πιστεύει πως κάθε κουλτούρα έχει την αυτοτελή αξία της. Πως συνιστά την καλύτερη απάντηση για τις δεδομένες συνθήκες, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο αναπτύχθηκε. Και πως δεν υπάρχει τρόπος να διανύσουν την απόσταση από την προϊστορική συνθήκη στον εικοστό αιώνα χωρίς να καταστραφούν, επομένως πρέπει να παραμείνουν στην απομόνωση, όπως έζησαν και κατά τους προηγούμενους αιώνες. Ο αφηγητής αντιλέγει κατά σύστημα, θεωρώντας την καθαρολογία του Σαούλ ανέφικτη. Τα επιχειρήματα για τον εκπολιτισμό των ιθαγενών είναι πολλά: δεν είναι μόνο πως κάποιες φυλές έχουν αποτρόπαια ήθη και έθιμα, όπως τη συρρίκνωση κεφαλών, ούτε μόνο ότι οι περιοχές όπου κατοικούν διαθέτουν πλουτοπαραγωγικές πηγές, καουτσούκ και πετρέλαιο, ούτε και ότι, καταδικασμένοι στην απομόνωση, οι ιθαγενείς γίνονται ακόμα πιο εύκολα θύματα κάθε είδους εκμετάλλευσης. Είναι και ένα επιχείρημα ηθικού χαρακτήρα: έχουμε δικαίωμα να αποκλείσουμε τους ιθαγενείς από τα αγαθά της προόδου;

Οι δυο φίλοι θα πορευτούν βασισμένοι σε αυτές τις ιδέες: ο Σαούλ θα εντρυφήσει στην κουλτούρα των Ματσιγκένγκα μέχρι να γίνει ένας από αυτούς. Θα μάθει τη γλώσσα τους, τους μύθους, την κοσμογονία τους.  Θα μάθει πόση σημασία για τη συνοχή της διάσπαρτης φυλής τους έχει ο «ιστορητής», ο άνθρωπος που λέει ιστορίες, που μεταφέρει τα νέα της μιας ομάδας στις άλλες, που διατηρεί τη ροή της επικοινωνίας, περπατώντας ακόμα περισσότερο αυτός από όλα τα μέλη της φυλής. Ο αφηγητής, από την άλλη πλευρά, θα ταξιδέψει και θα σπουδάσει στην Ευρώπη, θα κάνει εκπομπές για την τηλεόραση του Περού, θα δει τους Ματσιγκένγκα ως εξωτερικός παρατηρητής, ως ρεπόρτερ. Το εθνολογικό ζήτημα θα τον απασχολούσε έτσι κι αλλιώς, τα ενδιαφέροντά του είναι ευρύτατα: ως την καρδιά του όμως φτάνει γιατί συνδέεται με τον φίλο εκείνο, με τον οποίο οι δρόμοι τους χώρισαν, όταν ο Σαούλ έκανε την αντισυμβατική επιλογή να τραβήξει προς τη ζούγκλα της περουβιανής Αμαζονίας, ενώ ο ίδιος ακολούθησε τις συμβάσεις του σύγχρονου κόσμου μας.

Και για τον ίδιο λόγο ο Βάργκας Λιόσα επιλέγει να μιλήσει για αυτό το «ειδικό» θέμα, μέσα από την ιστορία ενός σημαδεμένου λευκού: ο Σαούλ είναι το όχημά του για να φθάσει αυτή η ιστορία ως την καρδιά μας.

Το μυθιστόρημα του Βάργκας Λιόσα κυκλοφόρησε στον ισπανόφωνο κόσμο το 1987, ενώ η ελληνική του μετάφραση, το 2010, τη χρονιά που ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.