Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο, ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως φιλόλογος στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Η ποιητική συλλογή του «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (Μεταίχμιο, 2003) και το μυθιστόρημα «Ο Οστεοφύλαξ» (Μεταίχμιο, 2007), τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ένας νεαρός συλλαμβάνεται και οδηγείται στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Κατηγορείται ότι συμμετείχε στην απαγωγή ενός βιομήχανου, χωρίς ουσιαστικά κανένα αποδεικτικό στοιχείο, εκτός από το φάκελό του, όπου καταγράφηκε ο δευτερεύων ρόλος του σε ένα επεισόδιο κατά το οποίο συνελήφθη ένας φοιτητής – επί χούντας. Τώρα έχουμε Μεταπολίτευση και ο νεαρός –που δεν θα μάθουμε ποτέ τ’ όνομά του-, το μόνο που έκανε ήταν να περιμένει σε ένα παρκάκι την αγαπημένη του –κόρη Πτεράρχου-, που αργούσε και μάλλον θα τον είχε στήσει.

Στην αίθουσα που τον πηγαίνουν για να τον βασανίσουν, στον απέναντι τοίχο, σαν σκιά στέκει ο ανακριτής. Ο συλληφθείς καλείται να δώσει «τον άλλον», δηλαδή τον υποτιθέμενο συνεργό του, αυτόν που τους ξέφυγε. Καθώς μετεωρίζεται πάνω από το σώμα του, στην προσπάθεια να ξεφύγει από την πραγματικότητα, ανακαλεί πρόσωπα και ιστορίες, τον Αστέρη, τον Τρικαλινό, την Ηρώ, τον Λογαρά, τον Αθηνάκη, τον Χαριτωνίδη… Και το βράδυ στο κελί του βασανίζεται από τη σκέψη του για κείνην, καθώς δεν ξέρει ακόμα αν τον αγαπά, αφού η βραδιά της σύλληψής του θα ήταν (με άλλο τρόπο) καθοριστική για τη σχέση τους. Και την ίδια ώρα που βασανίζεται, σωματικά και ψυχικά, τον τρώνε οι αμφιβολίες και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Τι θα γίνει τελικά;

Το κείμενο χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια, από τα οποία το δεύτερο, με τον ενδεικτικό τίτλο «Στην κόψη ενός ονείρου – Αφημένος στην αδυσώπητη μνήμη», είναι το μεγαλύτερο. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν εσωτερικό μονόλογο σε τρίτο πρόσωπο, γι’ αυτό και μερικές φορές η χρονική ενότητα χάνεται και πρόσωπα και ιστορίες μπερδεύονται προς στιγμήν – άλλωστε οι αναμνήσεις εν προκειμένω είναι θραύσματα. Μπορεί ένα σαφέστερο πλαίσιο να γινόταν πιο κατανοητό για τον αναγνώστη, αλλά δεν είναι σίγουρο πως αυτή ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, ο οποίος ίσως θέλησε να δώσει την αβεβαιότητα και το κενό σε μια μεταβατική εποχή, αρκετά μακρινή από τη δική μας, αλλά τόσο κοντινή όσον αφορά τα θέματα της εξουσίας, της βίας, της αντίστασης και, εν τέλει, της αξίας τού να είσαι και να παραμένεις άνθρωπος.