Σκοτεινές διαδρομές στους δρόμους της Γλασκώβης

«Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ» του Malcom MacKay (1982) αποτελεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της Γλασκώβης που επικεντρώνεται στον υπόκοσμο της πόλης και έχει τιμηθεί με το βραβείο Bloody Scotland Crime Book of the Year. Πιθανόν ο τίτλος να οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά το βιβλίο κινείται περισσότερο στον χώρο του νουάρ, το οποίο οι Βρετανοί συγγραφείς δεν επιλέγουν πολύ συχνά.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Κάλουμ ΜακΛιν, ένας ελεύθερος επαγγελματίας εκτελεστής. Ζει μόνος του, δεν εμπλέκεται σε καμία συμμορία και αναλαμβάνει δράση έχοντας σχεδιάσει προσεκτικά τα βήματά του κάθε φορά που κάποιος τον προσλαμβάνει. Όταν δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια ισχυρή συμμορία, ξέρει ότι πρέπει να δεχτεί τη δουλειά. Ο στόχος του είναι ο Λιούις Γουίντερ, ένας μεσήλικας, αποτυχημένος μικροέμπορος ναρκωτικών που έχει αρχίσει να ενοχλεί τους λάθος ανθρώπους. Κι ενώ η δουλειά πηγαίνει καλά, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν: ο αστυνομικός διευθυντής που έχει αναλάβει την υπόθεση είναι αποφασισμένος να τη λύσει, ενώ τα άτομα που κρυβόντουσαν πίσω από τον Γουίντερ αποφασίζουν ότι ο φόνος του πρέπει να τιμωρηθεί και βάζουν στο στόχαστρο τον Κάλουμ. Πώς μπορεί κάποιος να ξεφύγει όταν ο κλοιός σφίγγει γύρω του; Πού θα στραφεί για βοήθεια;

Σε τι διαφέρει λοιπόν το μυθιστόρημα του MacKay από τα άλλα του είδους; Αρχικά, ως προς την αφήγηση: με κοφτό λόγο, ασθματικό, ταχύτατο κινείται ανάμεσα σε πρόσωπα και σκηνές. Ενώ στην αρχή εστιάζει στον Κάλουμ, στην προετοιμασία του για τη δουλειά που έχει αναλάβει, στη συνέχεια ανοίγει τον φακό και αρχίζει να φωτίζει άλλους χαρακτήρες, όπως το θύμα, τη νεαρή κοπέλα με την οποία διατηρεί σχέση, τον πληρωμένο αστυνομικό που είναι έτοιμος να εκμεταλλευτεί κάθε κατάσταση, τον απρόσμενο μάρτυρα του εγκλήματος που δεν ξέρει πώς πρέπει να αντιδράσει. Παράλληλα, η αφήγηση περνάει συχνά σε δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, καθιστώντας τον μέτοχο και συνένοχο στο έγκλημα. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι παίζει με τα στερεότυπα: εδώ δεν συναντάμε κανέναν αιμοδιψή δολοφόνο, έτοιμο να ορμήσει και να σκοτώσει. Ο Κάλουμ, ήρεμος και μοναχικός, αποφασισμένος και κυνικός καταλήγει να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη παρά το επάγγελμά του. Ο Φίσερ, ο αστυνομικός διευθυντής, διακατέχεται από τη λύσσα να λύσει το μυστήριο, όχι όμως επειδή απλά είναι η δουλειά του, αλλά γιατί δεν μπορεί να ανεχτεί να τον κοροϊδεύουν, να αισθάνονται οι εγκληματίες ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Βέβαια, ο MacKay εξακολουθεί να χρησιμοποιεί χαρακτήρες που μας είναι οικείοι, όπως αυτός της Ζάρα, της συντρόφου του δολοφονημένου άντρα, η οποία ως γνήσια femme fatale νουάρ μυθιστορήματος –ο μοναδικός γυναικείος χαρακτήρας του μυθιστορήματος–, καταφέρνει με σχετική ευκολία να χρησιμοποιήσει τους άντρες που την περιβάλλουν προς όφελός της.

Γρήγορο, αν και ακολουθεί τους δικούς του ιδιαίτερους ρυθμούς, αγωνιώδες και εύστοχα εστιασμένο σε ανθρώπους-κλειδιά, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις. Το τέλος, εύστοχα δομημένο, κορυφώνει την αγωνία και σου δημιουργεί προσδοκία για τη συνέχεια της τριλογίας. Εάν είστε φαν του νουάρ, πρέπει οπωσδήποτε να το διαβάσετε.