Παλεύοντας με τον καιρό και με τις λέξεις

Ο Κύπριος Κώστας Αρμεύτης γεννήθηκε στο χωριό Επισκοπή, μεγάλωσε όμως στη Λεμεσό. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα. Σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για τέσσερα χρόνια δίδαξε Αγγλικά σε δικό του σχολείο στη Νεάπολη Βοιών Λακωνίας. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Πάφο. Είναι ποιητής και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. «Ο Αιχμάλωτος του Τώρα»  είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Ένας νέος άνθρωπος, με αρκετές ήδη εμπειρίες, αποσύρεται από τον κόσμο στο Μεσοχώρι της Νεάπολης, στην Πελοπόννησο, ζώντας με τα ελάχιστα και με αποκλειστικό σκοπό να γράψει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Γιατί πολυσέλιδο; Για να εξιστορεί όσα έζησε χωρίς να «εξαπατά» τον αναγνώστη, για να περιγράψει με ειλικρίνεια την περιπέτεια της ζωής του πάνω στη γη και να αφήσει ένα ίχνος στις γενιές και στους πολιτισμούς που θα διαδεχθούν το δικό μας, στην αιωνιότητα.

Ο συγγραφέας εξιστορεί λεπτομερειακά καθημερινές πράξεις, όπως η προσπάθεια του ήρωα να κάνει κατοικήσιμο ένα ερειπωμένο σπίτι στο χωριό και ν’ αντιμετωπίσει το κρύο και τη βροχή. Η έλλειψη χρημάτων τον αναγκάζει να κάνει διάφορες αγροτικές δουλειές για τους συγχωριανούς του που του στερούν χρόνο από το γράψιμο. Κατά καιρούς τον επισκέπτονται φίλοι του που του χαρίζουν για λίγο τη ζεστασιά της παρουσίας τους. Κι ο ίδιος επισκέπτεται κατά διαστήματα την Αθήνα. Ωστόσο, επιστρέφει πάντα στον τόπο που διάλεξε να ζήσει και αφοσιώνεται με όλο και μεγαλύτερη αυταπάρνηση στο σκοπό του.

Η γραφή του Αρμεύτη έχει δύναμη, παρά τις υπερβολικές, ίσως, παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί κάποιες φορές και την αναλυτική περιγραφή ακόμη και σωματικών διεργασιών, όπως η αφόδευση, που ωστόσο παίζουν κάποιο ρόλο στο πλαίσιο μιας γενικότερης θεώρησης της ζωής. Οι φιλοσοφικές συζητήσεις που κάνει ο ήρωας με τους φίλους του και η προσπάθεια του συγγραφέα να αναφερθούν μέσα στο κείμενο στοχαστές και ρεύματα, μένει, ενδεχομένως, σε ένα πρώτο επίπεδο που μπορεί να ικανοποιεί την περιέργεια του αναγνώστη, δεν πηγαίνει ωστόσο σε βάθος για να ενσωματωθεί στον «ιστό» του μυθιστορήματος. Ωστόσο η γραφή του έχει δύναμη, γιατί προέρχεται από το κατεργασμένο υλικό της εμπειρίας και ενδύεται τον ποιητικό τρόπο που κρύβεται μέσα στον καθένα μας, ίσως, αλλά δεν κατορθώνει να βγει στην επιφάνεια, παρά μόνο αν κανείς το προσπαθήσει πολύ και αν καταφέρει να αγκιστρωθεί από διαβάσματα, αν η λογοτεχνία τού γίνει πραγματικά κτήμα, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την επέλαση της ισοπεδωτικής εμπειρίας. Τα παραπάνω αποτελούν προέκταση, ή ερμηνεία, του προβληματισμού του συγγραφέα όπως καταγράφεται στο βιβλίο και όχι σκέψεις της υπογράφουσας.

Ο ήρωας, λοιπόν, πασχίζει να γίνει δημιουργός. Αιχμάλωτος του τώρα, των αναπόδραστων δυνάμεων που τον μεταφέρουν, άγνωστο πού, επιτρέποντάς του μόνο μια διαδρομή πριν τον ξεράσει κάπου (σελ. 125). Γράφοντας πού και πού σκέψεις σε κόλλες χαρτί (σελ. 165-166). «Ένας Πελασγός, ξεκομμένος από ποιους συνδυασμούς της μοίρας και άλλων ακατανόητων δυνάμεων, ριγμένος στα αδυσώπητα κανάλια του έτους 1979, μακριά από τον πολιτισμό, απομονωμένος σ’ αυτό το εγκαταλειμμένο εδώ και τόσα χρόνια σπίτι.» (σελ. 249 και στο οπισθόφυλλο). Δίνοντας την ευκαιρία στη λέξη να επαναπατριστεί, να ξαναβρεί το πρωταρχικό της νόημα (σελ. 260). Ανακαλύπτοντας το μονοπάτι με τις ντοματιές που δεν κάρπισαν «γιατί εκεί δίπλα βρισκόταν μια μεγάλη καρυδιά που έριχνε τον ίσκιο της βαρύ κι ασήκωτο πάνω τους» (σελ. 345-346). Κι αν κρίνουμε από την κατάληξη, που δεν θ΄αποκαλύψουμε, μάλλον τα καταφέρνει.