«είναι παράλογο να ισχυρίζονται ότι δεν αισθάνομαι τίποτα

αυτές οι απίστευτα ανόητες δηλώσεις είναι παγερές

μια αίσθηση μέσα μου είναι πιο βαθιά απ’ ό,τι στους περισσότερους

ένας υποτιθέμενος ειδικός θα έπρεπε να το γνωρίζει

θέλω να πω σ’ έναν ειδικό αυτού του είδους

ότι είμαστε τελείως άλλοι από αυτό που γράφει

είμαστε ανθρώπινα όντα προικισμένα με τα ίδια

συναισθήματα όπως οι φυσιολογικοί άνθρωποι» , σελ. 70

Ο Ζαν-Κλωντ Μαλβάλ είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης και καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Rennes-II. Έχει εκδώσει τα έργα: “La Forclusion du Nom-du père”, “Logique du délire”, “Folies hystèriques et psychoses dissociatives”.

«Ο αυτιστικός και η φωνή του» αποτελείται από μια Εισαγωγή στην οποία αναλύεται η σχέση της ψυχανάλυσης με το αυτιστικό υποκείμενο, το χρέος των ψυχαναλυτών όσον αφορά στη μελέτη των αυτιστικών, ο όρος «αυτισμός» ιστορικά, το τι επιθυμούν οι αυτιστικοί σήμερα («να ακουστούν, και όχι να αρκεστούμε στη μελέτη της συμπεριφοράς τους. Θέλουν να μπορεί να τους αναγνωρίσει κανείς ότι είναι έξυπνα όντα, ότι η πρόγνωση του αυτισμού δεν είναι χωρίς ελπίδα» σελ. 16), η συνδρομή της ψυχανάλυσης στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους, η προέλευσή του που παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστη. Τίθεται ένα βασικό πρόβλημα που αφορά τη σημερινή φροντίδα των αυτιστικών υποκειμένων: «Η βασική συνέπεια της αλλαγής της προσέγγισης συνίσταται στο να μην επιδιώκει πια κανείς να τους θεραπεύσει αλλά να τους εκπαιδεύσει. Έτσι η ψυχική τους οδύνη δεν λαμβάνεται διόλου υπόψη. […] Υποβάλλονται κατά συνέπεια όλο και πιο συχνά σε τεχνικές επανεκπαίδευσης που αγνοούν τους φόβους και τα άγχη τους, για τις οποίες το μόνο που κατευθύνει την εργασία τους είναι η υπακοή τους» (σελ.29). «Είναι μάταιο να επιδιώκουμε να αντιληφθούμε τον αυτισμό μέσα από την άθροιση των συμπτωμάτων: δεν πρόκειται για ασθένεια, πρόκειται για ιδιότυπη υποκειμενική λειτουργία» (σελ. 26).

Στο πρώτο κεφάλαιο, «Από την πολύ πρώιμη ψύχωση στο φάσμα του αυτισμού», γίνεται αναφορά στο σύνδρομο του πρώιμου παιδικού αυτισμού, στην ψυχαναλυτική θεώρηση του αυτισμού, στη στροφή της δεκαετίας του 1970, στη Θεωρία του νου και στη νέα κλινική του αυτιστικού φάσματος. «Το κυρίαρχο γνώρισμα του συνδρόμου, η επιθυμία για απομόνωση για τον Κάνερ, η περιστολή των σχέσεων με το περιβάλλον για τον Άσπεργκερ, προσανατολίζει τους δύο ιατρούς προς τον όρο που χρησιμοποιείται ευρέως στην ψυχιατρική κλινική της εποχής τους για να περιγραφεί ένα τέτοιο φαινόμενο» (σελ. 41). «… τα αυτιστικά παιδιά έχουν μια θεωρία του νου δυσλειτουργική ή ανεπαρκώς ανεπτυγμένη. […] επικεντρώνονται κυρίως στη συμπεριφορά, σε ό,τι βλέπουν, κι όχι σε ένα νόημα που θα μπορούσε να διαφωτίσει τη συμπεριφορά» (σελ. 64). Ένας αυτιστικός, ο Ζελίν, έρχεται να αντικρούσει τους ειδικούς: «είναι παράλογο να ισχυρίζονται ότι δεν αισθάνομαι τίποτα….» (σελ. 70).

Στο δεύτερο κεφάλαιο, «“Μάλλον φλύαροι”, οι αυτιστικοί», γίνεται αναφορά στη σχέση γλώσσας και αυτισμού. «Η αποσύνδεση της φωνής από τη γλώσσα είναι στη βάση του αυτισμού» (σελ. 101). Το τρίτο κεφάλαιο, «Η επιστροφή της απόλαυσης στο αυτιστικό χείλος», αποτελείται από τρία μέρη, «Το διπλότυπο και η τεχνητή εκφορά», «Τα σύνθετα αυτιστικά αντικείμενα», «Νησίδες ικανοτήτων και ο άλλος της σύνθεσης». «Η κλινική δεν μας αφήνει καμία αμφιβολία πάνω σε αυτό: Το αυτιστικό υποκείμενο είναι ξεκάθαρα διχασμένο ανάμεσα στα συναισθήματα και τη σκέψη του» (σελ. 121). «Το αυτιστικό παιδί αργεί, συχνά, να κατανοήσει το γεγονός πως η γλώσσα μπορεί να χρησιμεύσει στην επικοινωνία» (σελ. 121). Περιγράφεται η σχέση ενός αυτιστικού με το αντικείμενό του. Σύμφωνα με τον Κάνερ το 1990, «αυτά τα παιδιά δεν διαχωρίζουν τα ζωντανά άτομα από τα άψυχα αντικείμενα· σε όλους συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο » (σελ. 154).

Το τέταρτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ακούνε πολλά πράγματα, αλλά έχουν ψευδαισθήσεις;» αναφέρεται στις οπτικές ψευδαισθήσεις και στον διαχωρισμό ανάμεσα στο μήνυμα και τη μελωδία. «… στους αυτιστικούς που μιλούν, παρατηρούμε αρκετά συχνά μια μουρμουριστή επανάληψη της φράσης που μόλις τους έχει ειπωθεί, σαν να τη γεύονται ή να την εξετάζουν με προσοχή. Η Ουίλιαμς υποδεικνύει ότι αυτό το φαινόμενο συνδέεται με τη δυσκολία τους να κατανοήσουν αμέσως το νόημα – μια συμπληρωματική αναστοχαστική εργασία είναι ενίοτε απαραίτητη γι’ αυτούς προκειμένου να τα καταφέρουν» (σελ. 269). «… το ουρλιαχτό μαρτυρά το μαζικό άγχος ενός είναι που εγκαταλείπεται και ερημώνει» (σελ. 272).

Στο πέμπτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ποια θεραπεία για το αυτιστικό υποκείμενο;» γίνεται ανάλυση κάποιων θεραπειών, και τονίζεται ότι: «Δεν υπάρχει όντως καμία αμφιβολία πως η παρουσία μιας πολύ έντονης θέλησης στραμμένης προς αυτούς επιτείνει την αναδίπλωση στον εαυτό τους. Ο Άσπεργκερ είχε εξαρχής παρατηρήσει ότι για να μπορέσουν να ακούσουν κάποιον, είναι καλύτερο αυτός να μην ασχολείται πολύ μαζί τους: συμβούλευε, ας το θυμηθούμε, να μιλάμε “χωρίς να τους προσεγγίζουμε προσωπικά”, με ηρεμία και χωρίς συγκίνηση, προσποιούμενοι “ένα σβησμένο πάθος”» (σελ. 287).

Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Η εκμάθηση δεν αρκεί», συστήνεται η παρακάτω υπόδειξη: « … όταν το αυτιστικό άτομο τοποθετείται σε συνθήκες όπου οι επινοήσεις του και οι νησίδες των ικανοτήτων του έχουν αξία και δεν θεωρούνται εμπόδια στην εξέλιξή του, όταν η επιλογή του διπλότυπού του και των αντικειμένων του είναι σεβαστή, τότε είναι δυνατόν για αυτό να βγει, όχι από τον αυτισμό του, αλλά από τον ασφαλή και αμετάβλητο κόσμο του, πράγμα που θα επιτρέψει την πρόσβασή του στην κοινωνική ζωή» (σελ. 373).

Ο Ζαν-Κλωντ Μαλβάλ στο σύγγραμμα αυτό μας δίνει την προσέγγισή του για τον αυτισμό σε μια γλώσσα προσιτή και κατανοητή στο ευρύ κοινό. Η εργασία του αυτή βασίζεται σε διαλόγους που διεξήχθησαν στο πλαίσιο μιας ερευνητικής ομάδας κλινικών που εργάζονται με αυτιστικά υποκείμενα. Επίσης, η διδασκαλία του Ζακ-Αλέν Μιλέρ, οι εργασίες του Φροϋδικού Πεδίου, και οι πρακτικές σε ιδρύματα συνέβαλαν κατά πολύ.

Ως επίλογο θα μπορούσε να αναφερθεί το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο: «“Ο αυτισμός”, γράφει, “δεν είναι ένα προσάρτημα”. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό: για έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του υποκειμένου που συνιστά μια ενδεχόμενη δυνατότητα του ανθρώπου. “Ο αυτισμός”, επιμένει ο Σινκλέρ, “δεν είναι κάτι που ένα άτομο έχει ή ένα ‘όστρακο’ μέσα στο οποίο είναι κλεισμένο. Δεν υπάρχει ένα κανονικό παιδί κρυμμένο πίσω από τον αυτισμό. Ο αυτισμός είναι ένας τρόπος ύπαρξης. Κατακλύζει· χρωματίζει κάθε εμπειρία, κάθε αίσθηση, αντίληψη, σκέψη, συναίσθημα, κάθε όψη της ζωής. Δεν είναι εφικτό να διαχωριστεί ο αυτισμός από το άτομο… και αν αυτό ήταν εφικτό, το άτομο που θα έμενε δεν θα ήταν το ίδιο με το αρχικό”» (σελ. 348).