Σπονδυλωτή συλλογή σε τρία μέρη, παλίμψηστος γραφή, παραχάραξη ηδονής εις οδύνην, παλινωδία του αναπόδραστου παρελθόντος. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» τον δικό του, τον σωματικό ή σωματοποιημένο, με μπόλικη δόση ρομαντισμού (από το κίνημα «Θύελλα κι Ορμή» – “Sturm und Drang”), καταφεύγοντας επιλεκτικώς στην «αισιοδοξία της ανάμνησης» (κατά Ευάγγελον Παπανούτσον), ο Παύλος Δ. Πέζαρος προβαίνει σε βελονισμό της μνήμης πατώντας όμως σε ίχνη προγενέστερων ακριβοδίκαιων σπαραγμών. Και μόνον το γεγονός ότι επισημαίνει στο τέλος την τριετή συνήθως (αλλά και δωδεκαετή, κάποτε) περιπέτεια συγγραφής του ποιήματος, προδίδει έναν «ποιητή τεχνίτη» (poeta faber), επίμονο κι επιθετικά σαρκαστικό. Το στοιχείο της ειρωνείας είναι ιδιαίτερα κραυγάζον εντός κι εκτός των τυπωμένων σελίδων. Η νοσταλγία του έρωτα, ουχί ως παθητικής οδύνης ή εξιδανικευμένης αναμονής αλλά ως επιθετικού αλαζονικού φαλληφόρου κυνηγιού ηδονής ανεξίτηλης, αλλά όχι πάντα ανεπίληπτης. Η πολιτική ορθότητα του προσεκτικώς λειασμένου λόγου υποκρύπτει ένα ενεργό ηφαίστειο που ξεθυμαίνει ως δράκων τη φούρια της καταπιεσμένης του ζωτικότητος. Περί αυτού πρόκειται. Θεματολογικώς και ορθολογικώς, το ποιητικό εργαστήρι του ολιγογράφου αλλά μακροημερεύοντος λογοτεχνικώς Παύλου Δ. Πέζαρου, που διανύει την πέμπτη δεκαετία από την πρώτη πρωτόλεια πολυγραφημένη ποιητική συλλογή του και την τέταρτη δεκαετία από τη δεύτερη τυπωμένη κανονικώς και με τον Νόμο, περιστρέφεται γύρω από τη νοσταλγία της σωματικότητας του έρωτα, την εξιδανίκευση της ελληνικής γλώσσας ως μόνης μη βαρβάρου, την ανίχνευση του θανάτου μόνον ως υπόμνηση του Χαμένου Χρόνου και όχι ως επιθυμητή ή απευκταία τελευτή. Παρηχήσεις του χι, του ρο, παραπομπές στην ποίηση σημαντικών ή μεγάλων, συγχρόνων του ή και νεκρών ποιητών, εμβάπτισις της πένας του εις μελανοδοχεία άλλων, αλλά ποτέ αλλότρια, εμβύθισις εις το συλλογικό υπόστρωμα της Πανανθρώπινης Συνειδητότητας, έγχυσις ικανής ποσότητος οξέους ίνα ουδετεροποιηθεί το αλκαλικό διάλειμμα μιας αδρανούς ζωής, περιπλεγμένης στα συρματοπλέγματα των παντοειδών συμβάσεων, αφυδατωμένης από την δρόσο του φιλιού του καυτερού. Παρ’ όλο που αποφεύγει τις πιπεράτες παρεκβάσεις της σύγχρονης ποίησης κι αποφεύγει να προκαλεί το θυμικό αναγνώστη, διά του νοητικού επιτυγχάνοντας την όποια υπέρβαση, της διά του συνειδητού ελέγχου λύσεως παντός είδους Γορδίου Δεσμού που συναντά, στήνει στον λογοτεχνικό του δρόμο επίτηδες, ή αποφεύγει εκ προμελέτης, παρ’ όλην τη νεοκλασική αισθητική και την αρχαιοελληνική παιδεία του, παρά τις όποιες πολιτικές ή κοινωνικές παρεκβάσεις, ο λόγος του Παύλου Δ. Πέζαρου, δεν είναι μήτε εριστικός μήτε ναρκισσιστικός, αλλά ομοιοπαθητικώς παρεμβατικός. Τι εννοώ με αυτό; [Διότι συχνά με κατηγορούνε ότι δεν παρακολουθούν το νήμα της κριτικής μου σκέψεως και μεθοδολογικής εμβαθύνσεως στα πονήματα των άλλων…] Εννοώ ακριβώς, ότι –όπως λέει ο μεγάλος Σεφέρης– όσο κι αν προσπαθούμε να μιλήσουμε με τη φωνή εκείνη που μας αρέσει, και λειαίνουμε τον λόγο μας και στρογγυλεύουμε τα βότσαλα που εμποδίζουν την έκφρασή μας, τελικώς αυτή ακριβώς η φωνή, που είναι δική μας, αυθεντική κι αναλλοίωτη, απαράγραπτη κι απαραχάρακτη, μόνον εκείνη βρίσκει τρόπο να αναπηδήσει, να αναβλύσει και να εκβάλει μέσα από τις πληγές μας. Τι εννοώ με αυτό; Μα το είπα πολλαπλώς μέχρις εδώ: πληγές χαίνουσες, προμηθεϊκής και οιδιπόδειας αλλά ουδέποτε αδαμικής προελεύσεως, ενοχής κι αυτοτιμωρίας, πληγές που προήλθαν πάντα από τους άλλους, ουδέποτε από τις αστοχίες του ομιλούντος, αφού δεν φαίνεται να πιστεύει ούτε στην «αμαρτία» ούτε στο «προπατορικό αμάρτημα». Μιλάει συγκαλυμμένα και προσεκτικά για το δικαίωμα των ανθρώπων στο άγγιγμα, για την αθωότητα της συνενοχής, που ουδεμία σχέσιν έχει (ή θέλει να έχει) με την ανοχήν αλλοτρίων κακουγουστιών (όπως τα βαρβαρίζοντα ελληνικά που ξεχύθηκαν στους δρόμους). Με πίστη και διαρκή επιστροφή στη δημοτική μας παράδοση, ως συνεχίστριας του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, καταφεύγει ακόμα και στη «μαλλιαρή δημοτικιά», συνθέτει ολόκληρο ποίημα με δυσκατάληπτη για τους αμύητους ναυτική ορολογία, εις δόξαν του Νίκου Καββαδία κι ως επιτομή της αλλοδιαστασιακής ποιήσεώς του.

Ο Παύλος Δ. Πέζαρος είναι τεχνίτης του Λόγου και κρύβεται πίσω από αυτόν. «Κρύπτεσθαι φιλεί». Οι πέντε αισθήσεις είναι το ποιητικό του ανδραγάθημα κι η αθλοθεσία που έχει τεθεί από τον ίδιον είναι να τις υπερβεί μετουσιώνοντάς τες ποιητικώς, αφού προηγουμένως τις έχει χορτάσει. Μέχρι κορεσμού. Αισθητικού πάντα. Όσο για τον ρομαντισμό, είναι κι αυτό ένα λούστρο, συνηθισμένο στους ποιητές της βαλκανικής μας παγκόσμιας μοναξιάς και περιχαρακωμένης αλαζονείας.

Ο Παύλος Δ. Πέζαρος είναι σημαντικός ποιητής, γιατί δεν βιάζεται, δεν ναρκισσεύεται, δεν κουτσουρεύει τον λόγο του, αλλά φείδεται του τρόπου, του αυθόρμητου. Επίμονος τεχνίτης, ίσως φτάσει κάποτε (όχι συντόμως, του εύχομαι) στο πέρας εκείνο μιας διαδρομής, όπου συναντάς τοίχο, ή τείχος (το όριο) και τότε δεν μπορείς να πας ούτε μπρος ούτε πίσω, χωρίς να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου ή τον αναγνώστη. Και τότε είσαι πλήρης. Έπραξες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Έφτασες στο σύνορο του Άρρητου. Από εκεί και πέρα, μόνο στην «άλλη πλευρά» μπορείς να συνεχίσεις την πορεία σου και να κορέσεις την όποια περιέργεια απέμεινε στην αφυδατωμένη, σταφιδιασμένη ψυχή για το Άγνωστο. Ευτυχείς εκείνοι που ολοκληρώνουν αυτή τη διαδρομή και πετάν ανενόχλητοι για το Επέκεινα.

Η βαθιά, πολύπλευρη και πολυπρισματική γνώση της Ελληνικής Γλώσσας και λαλιάς, είναι από τα σημαντικά λογοτεχνικά προσόντα και ποιητικά χαρίσματα της Μούσας του Παύλου Δ. Πέζαρου. Αλήθεια, από πού βγαίνει αυτό το ποιητικό όνομα που ηχεί σαν ψευδώνυμο; Εγώ θα το παρατόνιζα ευχαρίστως: Πεζαρός, ας πούμε… Η συνέχεια στις …οθόνες σας [του συνδημιουργικού, ακάματου, ανικανοποίητου νοός σας].