Γλώσσα καθημερινή, ποιητικώς πεποικιλμένη, ιδιοφυώς συνδυασμένη με το βίωμα και την έξωθεν πραγματικότητα που εισβάλλει ξεδοντιασμένη σε έναν λόγο σαφώς ειρωνικό, ενίοτε σαρκαστικό μα πάντα μελαγχολικό.

Στο λιμάνι του Ντακάρ / Μακριά από την παλιά πόλη του Μπαριλότσε / ένα λουλούδι, δέκα μαζί / δυαλύουν ένα πλοίο (σελ. 9). Προσέξτε εκείνο το «δυα-λύουν» που παραπέμπει στον δυαδικό κόσμο των φαινομένων, τον αδιέξοδο.

Ρομαντισμός και σουρεαλισμός σε σφιχταγκάλιασμα δεινό. Πεταλούδες και λουλούδια, εφήμερα άνθη, παραπομπές σε μια άλλη πραγματικότητα, υπερβατική. Με συμπαθητική μελάνη γραμμένες οι ποιητικές τούτες στιγμές που είδαν το φως της δημοσιότητας. Η κορυφή του παγόβουνου από το έργο ενός από τους σημαντικότερους νέους ποιητές της εποχής μας, που είναι και κοινωνικά ενεργός, αφού επέτυχε να συγκεντρώσει γύρω από τις εκδόσεις και το περιοδικό «Θράκα» έναν γαλαξία καινοφανών αστεριών και παλαιοτέρων. Αυτή η πολιτιστική προσφορά δεν είναι διόλου αμελητέα, γιατί καταδεικνύει την «πολιτική» ενάργεια του διανοητή που θέλει κι επιθυμεί να επηρεάσει και να διαπεράσει την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» γύρω του.

Αυτό το κοχύλι / Αυτό το κοχύλι λένε που έχω / Αυτό το κοχύλι που έχω / Μέσα μου /

Μετρά τους νόμους σαν κωπηλάτης / Ιχνηλατεί / Όλα τα δύει και βρίσκουν τη χαρά τους (σελ. 10). Ας θαυμάσουμε εκείνο το ενεργητικό «τα δύει», τα κάνει να βασιλέψουν ίσως, να σβήσουνε, να χαθούν, να αποδυναμωθούν. Μπορεί και όχι. Ποιητική γραφή μετανεωτερική, ανοικτή σε απειρία συνδημιουργικών αναγνώσεων.

Οι πιο νέοι σε ηλικία / Κλείνουν το μάτι / Κλείνουν το μάτι / Και το χάνουν / Κλείνουν το μάτι / Και τις χάνουν // Όλοι οι άλλοι  / Ψάχνουν για χρυσό / Κλαίνε για τη γυναίκα τους /  Φιλούν στο στόμα / Τον γλάρο / Με τις σπασμένες σκέψεις (σελ. 11). Το αόριστο αντικείμενο του ρήματος «τις χάνουν» (τις γυναίκες;) σηματοδοτεί και πάλι μια σαφώς ηθελημένη «θολότητα» που δεν είναι ίδια με τη μοντερνιστική «σκοτεινιά» αλλά ένας σκόπιμος γρίφος που ενεργοποιεί τον εγκέφαλο του αναγνώστη-θεατή.

…η σκέψη το σώμα ο λόγος / στο τέλος / ένα // κι ένα / σαν / εκκλησιές / έπεφταν χωριστά / ανάλογα με τη φήμη τους (σελ. 13). Εκπληκτικό από ρυθμολογικής πλευράς, ποιητικής ευστοχίας, μορφολογικής εικονοπλασίας, λακωνικής αφαιρετικότητας ετούτο το γλωσσικό επίτευγμα, θα απαιτούσε ίσως δεκάδες σελίδων προκειμένου να αναλυθεί ενδελεχώς.

…και ήσουν για εκατό χρόνια και θα είμαι άλλα τόσα τουλά- / χιστον, μες στο μυαλό σου η λέξη, η μουσική για τη λέξη, το / παιδί που μιλά για τη λέξη, μόνο, στην άκρη του σχήματος / και ό,τι / θα αλλάξει πια / θα / αλλάξει / για / πάντα (σελ. 17). Εδώ ας προσέξουμε ότι το συνδετικό «και» χωρίζει και ενώνει δύο πρόσωπα, το εσύ  («ήσουν») και το εγώ («θα είμαι»). Επίσης θα προσέξουμε τη διάκριση της λέξης από τη «μουσική για τη λέξη», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό «ποιητική αδεία». Η ελευθερία του ποιητή να μην λογοδοτεί στο αριστερό ημισφαίριο της «λογικής» απελευθερώνει ολάκερη την οικουμένη. Κι εκείνο το «σχήματος» σε τι αναφέρεται; Μήπως στο σχήμα των λέξεων; Στο «σημαίνον», όπως θα λέγαμε στη Γλωσσολογία;

Το πέμπτο ποίημα (με λατινική αρίθμηση) επανέρχεται στο leit motiv της άριστης αυτής ποιητικής συλλογής: V // Στο λιμάνι του Ντακάρ / Ψάχνουν στα χρόνια που έρχονται /

Μια ευκαιρία / Μια σφαίρα / Μια φυλλωσιά / –μαύρη– / Μια ελάχιστη συνεννόηση /

Να πάρουνε / τον / Καναδά / τη / Μάνη / τις Βρυξέλλες (σελ. 18). Το ασύνδετο σχήμα και η απουσία στίξης, μαζί με το αιτούμενο μιας κάποιας επανάστασης ενάντια σε κάθε είδους σκλαβιά κι ανελευθερία προσομοιάζει με κρυπτογραφήματα, ιχνογραφήματα, σκαλίσματα πάνω στην πέτρα, αφού το ξύλο σαθρό και παρασέρνεται από τα κύματα [δική μου η ποιητική εικόνα, γιατί πιστεύω ότι η μετανεωτερική κριτική πρέπει να «μιμείται» –μέχρι έναν βαθμό– τα κρινόμενα πρωτότυπα λογοτεχνήματα και καλλιτεχνήματα].

Στην επόμενη σελίδα 19 ανιχνεύουμε την οξύτερη κριτική κατά παντός ρατσισμού, μέσα από την αριστοτεχνική χρήση οξύμωρων σχημάτων και διαρκών λογικών ακροβασιών. Η παγκοσμιότητα της ματιάς, τα τοπωνύμια που είναι διάσπαρτα σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης, τα ιδεώδη του Διαφωτισμού δημιουργούν ένα ποιητικό «κλίμα» που υπερβαίνει τα στενά χωροχρονικά και γλωσσικά πλαίσια, εγγράφοντας υποθήκες για τη Νέα Ποίηση του εικοστού πρώτου αιώνα (τουλάχιστον).

Προσέξτε ετούτη την ποιητική φωνή γιατί ενέχει τον σπόρο μιας «μεγάλης» ποίησης, υπερεθνικής, συγχρονικής και παγκόσμιας. ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ. Περιοδικό κι εκδόσεις με τον συμβολικό τίτλο «Θράκα», που για όσους μεγαλώσαμε σε χωριά και τολμάμε να χαιρόμαστε γι’ αυτό και να το λέμε, η λέξη «θράκα» σημαίνει εκείνο που μένει από τα σβησμένα κάρβουνα και δεν αφήνει το τζάκι να ψυχθεί κι η φωτιά να σβήσει για πάντα.  Αισιόδοξη προοπτική μέσα σε τόση αναστάσιμη μελαγχολία, τόσον διονυσιακό θρήνο, τόση μεγαλοβδομαδιάτικη αποχή από την αμέριστη Άνοιξη.

VI // Οι εικόνες φεύγουν / Σε διεθνή ύδατα // Εκεί Τραγουδούν μια επανάσταση / Έναν συρμό / Μια ήττα / – Στο τέλος – / Ή μερικές φορές / Και στην αρχή… (σελ. 20). Σοφόν το σαφές.

Δεν θα επεκταθώ σε κατά λέξιν μεγέθυνσιν όλων των τυπωμένων «σημείων». Όχι για να μην «προδώσω το τέλος», αλλά για να σας δώσω την προοπτική για μια, ή και πολλές, ερμηνείες, ανάλογα με την ώρα και τη στιγμή, ανάλογα με την «κατάσταση» και τις αντανακλάσεις των φαινομένων στην πομφόλυγα της εικονικής πραγματικότητας.