Με γνώση και δύναμη
Παρουσιάζοντας το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας του ιστορικού, διευθυντή για 19 χρόνια (έως το 2011) του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μιλτιάδη Χατζόπουλου, είχαμε πει ότι θα περιμέναμε τη συνέχεια για να εκφέρουμε πιο οριστικές κρίσεις. Θυμίζουμε πως το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, «Εν μέρει ελληνίζων», ακολουθούσε την πορεία του έφηβου Δημήτρη Δωρίδη που παρακολουθεί αμφίσημος το ξέσπασμα του Αγώνα κατά των Βρετανών κατακτητών της Κύπρου. Μυείται στο μεσαιωνικό παρελθόν του νησιού, γοητεύεται από τα έπη των τροβαδούρων και ερωτεύεται την κόρη του αγγλικανού πάστορα της Λευκωσίας, Άννα. Η πρώτη τους ερωτική βραδιά σε μια πανσιόν του τουρκικού τομέα της Αμμοχώστου έχει απρόβλεπτη δραματική κατάληξη
Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας «Περατικός» («ο προερχόμενος εκ του πέραν… ο εκ ξένου μέρους», όπως εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας), εξιστορείται η φοιτητική και νεανική ζωή του Δημήτρη στη Γαλλία, που γίνεται η δεύτερη πατρίδα του. Ως αξιωματικός του γαλλικού στρατού ζει την εξέγερση του Μάη του 1968, πάλι μακριά από τα γεγονότα. Και εκεί ο συγγραφέας επιλέγει ένα δραματικό τέλος, στο οποίο όμως έρχεται να δώσει συνέχεια με το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, «Νόστου πάθη». Ο Δημήτρης αναζητεί και βρίσκει την Άννα στην Οξφόρδη, επανασυνδέεται μαζί της και επιστρέφει στην Κύπρο ύστερα από 12 χρόνια, το 1968, για να διαγράψει το πιο μεστό, μυθιστορηματικά, μέρος της ζωής του.
Ο Δημήτρης παντρεύεται την Άννα και μετακομίζουν στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Προσλαμβάνεται στο νεοσύστατο Κέντρο Ιστορικών Μελετών, όπου εργάζεται ως ερευνητής της μεσαιωνικής ιστορίας του νησιού. Ξαναβρίσκουν με την Άννα τους εφηβικούς φίλους τους, γνωρίζονται και κάνουν παρέα με άλλα νεαρά ζευγάρια. Όμως η Κύπρος του 1968 δεν είναι η Κύπρος του 1956. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι ζουν χωριστά μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, ενώ και η ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι πολυδιασπασμένη ανάμεσα σε μακαριακούς και γριβικούς, τις πολιτικές και παραστρατιωτικές παραφυάδες τους.
Λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, σε μια επίσκεψή του στη Μονή των Καθάρων, στον Πενταδάχτυλο, για να μελετήσει μεσαιωνικά χειρόγραφα, ο νεαρός ερευνητής κάνει μια σημαντική επιστημονική ανακάλυψη για την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Όμως, δεν θα προλάβει να τη χαρεί. Ο καιρός φθάνει που ο Δημήτρης θα «πάρει τ΄όπλο του». Σε μια έρημη, σχεδόν, Λευκωσία, έχοντας απομακρύνει τη γυναίκα και το τραυματισμένο παιδί του από την Κύπρο και με το δεύτερο παιδί του να βυζαίνει το γάλα μιας Τουρκοκύπριας φίλης του που οι πραξικοπηματίες σκότωσαν τον άντρα της, παίρνει θέση πλάι σε κάποιους «ατάκτους» που βρέθηκαν τώρα να πολεμάνε με τα μαρτίνια τους εισβολείς. Παρέχει πολύτιμες πληροφορίες στους Ελλαδίτες που μάχονται τους Τούρκους στο Λήδρα Πάλας.
Ο έφηβος μαθητής και (στη συνέχεια) ο νέος που υποκύπτει εύκολα στη γοητεία των γυναικών, παρά το διαχρονικό έρωτά του για την Άννα, ο αδιάφορος για την πολιτική, ο αμέτοχος στις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν γύρω του, ο μετέωρος ανάμεσα σε δυο πατρίδες -ή μήπως τρεις (Γαλλία, Κύπρος και Ελλάδα)-, γίνεται στον τρίτο τόμο ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, σύζυγος και πατέρας, που αποκτά αυτοσυνειδησία και αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του και των άλλων. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του Δημήτρη αναπαρίσταται πιστά η εποχή. Ο συγγραφέας προσεγγίζει αυτό το κομμάτι της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας με τη γνώση και την ακρίβεια του ιστορικού. Διατυπώνει κρίσεις είτε ως αφηγητής είτε ως ένα από τα πρόσωπα του έργου, μη εξαιρουμένου του Δημήτρη. Κι έτσι καταφέρνει αυτό που προφανώς είχε θέσει ως στόχο από την αρχή, δηλ. να εγγράψει τον ήρωά του στις γεωγραφικές και ιστορικές συντεταγμένες του μυθιστορήματος. Αν στο πρώτο βιβλίο ο Δημήτρης ξεκινά τη μαθητεία του, στο δεύτερο μαθαίνει να ζει και στο τρίτο επιστρέφει. Όχι όμως για να ξαναβρεί την Κύπρο των εφηβικών του χρόνων. Στην Κύπρο του 1968-1974 ο Δημήτρης «έπαθε». Ήρθε και αναγκάστηκε να ξαναφύγει. Αλλά θα ξαναγυρίσει, γιατί η ελπίδα δεν σβήνει ποτέ.
Εκτός από τη γνώση, ο συγγραφέας διαθέτει ζωηρή και γόνιμη φαντασία. Και στα τρία μέρη της τριλογίας υπάρχουν δραματικά γεγονότα υψηλής κορύφωσης και ένα στέρεο λογοτεχνικό σχέδιο, ωστόσο στο «Νόστου πάθη» όλα τα επιμέρους δραματικά γεγονότα είναι αξεχώριστα από την πλοκή του μυθιστορήματος. Επιπλέον, η σχεδόν σχολαστική αναφορά στα πολιτικά γεγονότα πάνω στα οποία υφαίνεται η ζωή των πρωταγωνιστών, αναπλάθει με μιαν αμεσότητα που φέρνει δάκρυα στα μάτια την ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων στο νησί.
Για μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των δύο πρώτων βιβλίων της κυπριακής τριλογίας του Μ. Β. Χατζόπουλου, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το εξαιρετικό κείμενο της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου με τίτλο «Η Κύπρος και η βάσανος της ιστορίας» στο The Athens Review of books, τεύχος Απριλίου 2011.