– Μια αλλιώτικη διαδρομή σε μεγάλες ιστορικές πόλεις μέσα από την καλλιτεχνική ματιά του Γιάννη Ψυχοπαίδη
– Αναγνώσεις της σύγχρονης πόλης
«Ό,τι είναι αληθινό για την τέχνη είναι αληθινό και για τη ζωή»

Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης σπούδασε στο εργαστήριο χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (1970-1976). Το 1970, με υποτροφία της D.A.A.D, πήγε στο Μόναχο, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Από το 1977 έως το 1986 έζησε και εργάστηκε στο Δυτικό Βερολίνο, ως υπότροφος του καλλιτεχνικού προγράμματος της πόλης. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα Κοινωνιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το 1987 εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου παρέμεινε έως το 1992, και μετά επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1994 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπήρξε επίσης μέλος της ομάδας «A» στην Αθήνα και της καλλιτεχνικής ομάδας 10/9 στο Μόναχο, ιδρυτικό μέλος της ομάδας των «Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών» και του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών. Θεωρητικά του κείμενα που αναφέρονται σε θέματα αισθητικής, τέχνης και κοινωνίας έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά.

Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται 28 παλαιότερα και νεότερα κείμενα δημοσιευμένα μεταξύ των ετών 1991 και 2008, τα περισσότερα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ξεκινά από το 2007 με έναν περίπατο στο Βερολίνο και στην Αθήνα. «Διαβάζει» τους δρόμους και τα μνημεία των δύο πόλεων. Ως αρχή επιλέγει τις δύο καλλιτεχνικές παρεμβάσεις που έγιναν στο Βερολίνο, στη μνήμη των Εβραίων που δολοφονήθηκαν και των βιβλίων που κάηκαν την εποχή του ναζισμού, το Μάιο του 1933. Σύμφωνα με τον ίδιο, «δίνουν ιδιαίτερο νόημα σ’ αυτό που ονομάζουμε δημόσιο χώρο ως κοινό και αδιαίρετο αγαθό για όλους τους πολίτες, ως φορέα και δημιουργό ιστορικής μνήμης». Αντίθετα, στην Αθήνα στηλιτεύει τα μνημεία, όπως το σοσιαλρεαλιστικής εμπνεύσεως γλυπτό της «λεγόμενης εθνικής συμφιλίωσης» στην πλατεία Κλαυθμώνος, το προσωπολατρικό πορτρέτο της Μελίνας Μερκούρη στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο, όπως εύστοχα επισημαίνει, «με τις ογκώδεις αναλογίες του μετατρέπει τον Ιερό Βράχο και τον Παρθενώνα σε ασήμαντες καρτποστολικές κουκίδες». Επίσης, αναφέρεται στα έργα καλλιτεχνών, όπως της ζωγράφου Άννας Κινδύνη, της Κέτε Κόλλβιτς, του Γεράσιμου Στέρη. Δεν λείπει από το βιβλίο η αναφορά στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και στις κερματισμένες γυναικείες μορφές του Πικάσο. Περιηγείται την Αθήνα, το Βερολίνο, το Μόναχο και τις Βρυξέλλες. Τα κείμενα αυτά αποτυπώνουν τις διαδρομές του καθώς κινείται από το παρόν στο παρελθόν ανάμεσα στις προηγούμενες πόλεις. Προβάλλει το έργο της τέχνης ως ένα μέσο αυτογνωσίας και προστασίας της κοινωνίας «από μια μέγιστη σύγχρονη ασθένεια: τη λήθη». Αγγίζει όμως και την περιοχή της λογοτεχνίας. Κάνει αναφορές στον Νίκο Καββαδία, στον Γιώργο Σεφέρη, στην Κική Δημουλά και στον Νάσο Θεοφίλου. Γενικότερα, τα κείμενά του αποτελούν βαθυστόχαστες σκέψεις πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς την αντικρίζει μέσα από τη ματιά των περασμένων αιώνων.