Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι η «νεανική παραβατικότητα» επινοείται ως διακριτό κοινωνικό φαινόμενο στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι την εποχή αυτή προβάλλεται και γίνεται ευρύτατα αποδεκτό ότι η «εγκληματική» συμπεριφορά των νέων συνιστά σοβαρό πρόβλημα της αγγλικής κοινωνίας. Το επιχείρημα ότι η «νεανική παραβατικότητα» επινοείται στα τέλη του 19ου αιώνα έχει πρώιμα υποστηριχθεί και για την περίπτωση των ΗΠΑ. Όσον αφορά τον ελληνικό χώρο το φαινόμενο παρουσιάζει μια «άνθηση» από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οπότε χιλιάδες αγόρια και κορίτσια απασχόλησαν τα δικαστήρια ανηλίκων είτε επειδή διέπραξαν κάποιο αδίκημα είτε επειδή θεωρήθηκε ότι διατρέχουν “ηθικό κίνδυνο” να διαπράξουν κάποιο στο μέλλον ή επειδή οι γονείς τους δήλωναν αδυναμία να τα τιθασεύσουν. Η συμπεριφορά παιδιών και εφήβων στο πλαίσιο της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, οι συνθήκες ανατροφής και διαβίωσής τους και τα παραστρατήματά τους αποτέλεσαν το αντικείμενο πλήθους εκθέσεων από “επιμελητές ανηλίκων” και τροφοδότησαν έναν κανονιστικό λόγο για τις προοπτικές όσων επιδείκνυαν “αντικοινωνική συμπεριφορά” και τα μέτρα που θα τους μετέτρεπαν σε “χρηστούς και άριστους πολίτες”.
Ουσιαστικά η συγκρότηση του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων ταυτίζεται με περιόδους πολιτικής ανωμαλίας. Ο ιδρυτικός νόμος για τα παιδικά δικαστήρια θεσπίστηκε επί Μεταξικής δικτατορίας, η λειτουργία τους ξεκίνησε μέσα στην Κατοχή, οι ρυθμίσεις για τους «ανήλικους εγκληματίες» προσδιορίστηκαν από την πόλωση του Εμφυλίου, και συνδέθηκαν με τους θεσμούς που εκκολάφθηκαν από αυτόν, όπως τα βασιλικά ιδρύματα. Την ίδια εποχή οι ανησυχίες για τη συμπεριφορά των νέων μετατράπηκαν σε πολιτικό ζήτημα με εθνικές και διεθνείς διαστάσεις: γύρω από αυτό διαμορφώθηκαν διεθνικές πολιτικές, οργανώθηκαν κρατικές και ιδιωτικές παρεμβάσεις, θεσπίστηκαν νομοθετήματα και γράφτηκαν επιστημονικές πραγματείες. Εντέλει προσδόθηκε στον μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων στην Ελλάδα ένας έντονα αυταρχικός και κατασταλτικός χαρακτήρας, ακόμη και στις προνοιακές του διατάξεις.
Η Έφη Αβδελά –καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης– εξετάζει ορισμένες από τις μορφές που πήρε η πειθάρχηση των νέων μετά τον πόλεμο μέσα από τρεις αλληλένδετες διαστάσεις: το διεθνές δημόσιο ζήτημα της “νεανικής παραβατικότητας” και της ελληνικής εκδοχής της, της “παιδικής και νεανικής εγκληματικότητας”· τη συγκρότηση και λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων· και τις σχέσεις ανάμεσα στους επιμελητές και στις επιμελήτριες ανηλίκων, στους ανήλικους που είχαν αναλάβει να επιτηρήσουν και να αναμορφώσουν και στις οικογένειες τους σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων.
Το βιβλίο της Έφης Αβδελά στηρίζεται σε δημοσιεύματα της εποχής, ελληνικά και ξένα, για τη νεανική “παραβατικότητα” ή “εγκληματικότητα”, σε φακέλους αγοριών και κοριτσιών που απασχόλησαν τον μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, καθώς και σε προφορικές μαρτυρίες παλαιών επιμελητών και επιμελητριών ανηλίκων για την εργασιακή τους εμπειρία. Παρακολουθεί τη μακρά διαδικασία κατά την οποία επινοείται η “νεανική παραβατικότητα” σε διεθνές και η “παιδική και νεανική εγκληματικότητα” στο ελληνικό πλαίσιο και συγκροτείται ο μηχανισμός δικαιοσύνης ανηλίκων· εξετάζει τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών της αφήγησης, επιμελητών, ανήλικων και των οικογενειών τους· και αναδεικνύει τα υποκείμενα ως φορείς δράσης.
Σύμφωνα με επισήμανση και της ίδιας, το βιβλίο αυτό τελειώνει εκεί που αρχίζει ένα άλλο ιστορικό ερώτημα, το οποίο εκκρεμεί και οφείλει να μελετηθεί αυτόνομα: ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στα κανονιστικά πρότυπα για τη συμπεριφορά αγοριών και κοριτσιών και για τις οικογενειακές σχέσεις που επικρατούν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και στο αυταρχικό μοντέλο κρατικής διακυβέρνησης που χαρακτηρίζει την ίδια περίοδο;