Το να συλλογάσαι ελεύθερα ήταν ανέκαθεν ίδιον της Ελληνικής Σκέψης από την κρίσιμη αρχαιότητα μέχρι το κρίσιμο παρόν. Μόνο που η ανένταχτη διανόηση έχει ένα κόστος. Την άγνοια των πολλών και την αφάνεια των λίγων. Με άλλα λόγια, όταν τολμάς να λες σκληρές αλήθειες χωρίς φόβον και πάθος, σε αγνοούν οι πολλοί και καμώνονται ότι σε αγνοούν οι λίγοι. Όταν δεν «βάζεις το δάχτυλο στο μέλι» αλλά «επί τον τύπον των ήλων» του εσταυρωμένου ανθρωπισμού μας, τότε γίνεσαι το μαύρο πρόβατο, ο «αποδιοπομπαίος φαρμακός», ο απόβλητος «ως η μύγα μέσα στο γάλα». Μόνο που κάθε φορά που ο ταλαίπωρος ελληνισμός ανεδύθη από τις στάχτες του ήταν πάντοτε χάρη σε έναν Κολοκοτρώνη, έναν Μακρυγιάννη, έναν Καραϊσκάκη. Ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Ευριπίδης εξορίστηκαν, αυτοεξορίστηκαν, αυτοκτόνησαν, αλλά δεν σώπασαν. Κι αυτό είναι το μόνο που έχουμε να επιδείξουμε, να αντιτάξουμε, να προβάλουμε, στις Κασσάνδρες, ειδικά στις ξενοσπουδαγμένες, τις αρχοντοχωριάτισσες, τις δουλοπάροικες, που επιθυμούν διακαώς να εισαγάγουν ξένα πρότυπα και να γίνουμε επιτέλους μπανανία για να μπορούν να άρχουν επί δικαίων και αδίκων. Αφού αυτοί οι καλοί άνθρωποι της ντόπιας κι εγχώριας νομενκαλτούρας (θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!) προτιμούν να είναι «οι πρώτοι στην Κόλαση παρά οι τελευταίοι στον Παράδεισο». Σταματώ εδώ για να μην χρησιμοποιήσω αριστοφανικές βρισιές.
Προς τι ο εκτενής αυτός πρόλογος; Γιατί, αν ο Μιχάλης Πατρώνης ζούσε στο Παρίσι και είχε συνδεθεί με τους ελευθέρως σκεπτόμενους διανοουμενίστικους κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας των Φώτων, θα τον είχαν ανακηρύξει ασμένως επάξιο και ισάξιο διάδοχο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Αυτός ο στοχαστής με το διδακτορικό διπλωματούχου μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τολμάει να παρατηρεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, να κρίνει, να συγκρίνει και να εξάγει αμιγώς επιστημονικά συμπεράσματα και ως γνήσιος κοινωνιολόγος-εθνολόγος-γλωσσολόγος ταξινομεί, αρχειοθετεί και «βάζει στη θέση τους» κάθε ντόπια απόπειρα στείρου μιμητισμού ξένων προτύπων, χωρίς, βεβαίως, να αρνείται τη γόνιμη ανταλλαγή πολιτισμικών προϊόντων και ιδεών, που είναι το μόνο εχέγγυο επιβίωσης της γλωσσικής μας ελληνικής μειονότητας στην πολυπολιτισμική λαίλαπα του εικοστού πρώτου αιώνα που θα χαρακτηριστεί ως Χαλκούς Αιών της Παγκοσμιοποιήσεως.
Ο διανοητής Μιχάλης Πατρώνης διακρίνει τους σύγχρονους συν-πατριώτες του (αλλά όχι απαραιτήτως και ομοεθνείς του) σε Έλληνες (με έψιλον κεφαλαίο) και νεοέλληνες (πολιτισμικό υποπροϊόν ευρείας καταναλώσεως κι αναλώσιμο, βεβαίως). Η διάκριση αυτή γίνεται με μόνο κριτήριο αν ομιλούν ευχερώς τη διαχρονική ελληνική γλώσσα, αν έχουν εμποτιστεί στα νάματα της ελεύθερης, ρηξικέλευθης, ανατρεπτικής, μη λογοκρατικής Ελληνικής Σκέψης, όπως διαμορφώθηκε από μεγάλους φιλοσόφους και ποιητές μέσα στους αιώνες, από τον Όμηρο έως τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη… Σταματώ εκεί, γιατί τα άλλα θα τα κρίνει ο Χρόνος. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για επευφημίες.
Παρατηρώντας ως συν-πάσχων και θύμα της σημερινής άλογης Κρίσης που μας κατατρύχει όλους εκόντες-άκοντες, ο Μιχάλης Πατρώνης θίγει τις παθογένειες του όλου νεοελληνικού συστήματος, ως πολιτιστικού προτεκτοράτου «βαρβάρων» (μη ομιλούντων την ελληνικήν) και δεν διστάζει να μπήξει το νυστέρι του βαθιά στις χαίνουσες πληγές μας.
Αν ήταν στην αρχαία Αθήνα, θα του είχαν επιβάλει πρόστιμο (μαζί με τον Φρύνιχο για το «Μιλήτου Άλωσις», θα τον είχαν αναγκάσει να αυτοεξοριστεί στην Πέλλα ως άλλος Ευριπίδης). Εδώ, στην Αθήνα του σήμερα, θα τον θάψουν διά της περισπουδάστου περιφρονήσεώς των. Γι’ αυτό διαλέγω τώρα για να μιλήσω γι’ αυτόν. Για να επισημάνω αυτή την ελεύθερη λαλιά. Που πολλοί θα αντιγράψουν στα κλεψιμαίικα διδακτορικά τους. Προλάβετε. Ανακαλύψτε τους ανθρώπους γύρω μας που δεν θορυβούν αλλά σκέφτονται. Ελεύθερα, ακομμάτιστα και χωρίς ιδιοτελές συμφέρον, άλλο από το καλό Όλων μας.
Μιχάλης Πατρώνης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης της σύγχρονης Αθήνας.