Γιατί πώς άραγε να ξεχώριζε αλλιώς
Αν ήταν κόκκινο σαν όλες τις παπαρούνες;
Ποίηση και νιότη πάνε εξ ορισμού μαζί, κυριολεκτικά μα και συμβολικά αφού οι ποιητές δε χάνουν το βλέμμα της νιότης, «δεν συνηθίζουν» τα μάτια τους τον κόσμο. Γι’ αυτό ίσως και η ημέρα της ποίησης γιορτάζεται την πρώτη επίσημη μέρα της άνοιξης. Και χαίρομαι πολύ όταν διαβάζω ποιητικές συλλογές νέων, και πολύ νέων μάλιστα κάποιες φορές, όπως το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Σεσίλιας Σαραντοπούλου: ένα κορίτσι στην εφηβεία του, μόλις 16,5 χρονών, παρουσιάζει σε μία καλαίσθητη και σεμνή στην αισθητική της (πολύ σημαντικό αυτό) έκδοση, τα πρώτα της ποιήματα.
Κι αν περιμένετε να διαβάσετε εφηβικούς συναισθηματισμούς, θα κάνετε λάθος. Από τους πρώτους στίχους, αντιλαμβάνεσαι την ποιητική της φλέβα, γνήσια και καθαρή, χωρίς φτιασίδια, πόζες και μιμήσεις. Η νεαρή ποιήτρια είναι σε όλα τα ποιήματα της συλλογής ο εαυτός της, μιλά με τη δική της φωνή, και το ταλέντο της επαρκεί και με το παραπάνω για να δημιουργήσει ποίηση που συγκινεί, που γεννά εικόνες, και το κυριότερο ίσως για μένα, που έχει απεύθυνση στον άλλο άνθρωπο, δεν ομφαλοσκοπεί. Γιατί ποιητής που δεν βλέπει τίποτα άλλο παρά τον εαυτό του, μπορεί να έχει το όνομα, και το ταλέντο πιθανώς, αλλά όχι τη Χάρη (με το γράμμα χ σκοπίμως κεφαλαίο).
Η Σεσίλια Σαραντοπούλου εκεί, στη σημαδιακή ηλικία των 16 χρόνων, στέκει και κοιτά μέσα της και γύρω της και τα όσα βλέπει, αισθάνεται, βιώνει, τα αφομοιώνει και τα επικοινωνεί μέσα από την ποίηση, που είναι σαφώς ο δικός της δρόμος και ελπίζω ειλικρινώς να τον συνεχίσει και να παρακολουθήσουμε στο μέλλον την ποιητική της πορεία, από την οποία προσωπικά πολλά αναμένω.
Δεν είμαι υπέρ της κριτικής αποτίμησης της ποίησης με τεχνικούς όρους, γιατί η ποίηση είναι πρώτα και πάνω από όλα καρδιά και συναίσθημα, η τέχνη και η τεχνική έπονται και από μόνες τους δεν αρκούν. Όμως θα πω εδώ ότι κατά τη γνώμη μου, οι καλύτερες στιγμές της μέσα στην πρώτη συλλογή της, είναι εκείνες όπου η τρυφερότητα και η ευγένεια που διακρίνονται στην ποιητική της φωνή, παίρνουν μία διαφορετική μορφή, γίνονται λόγος ώριμος, μπορεί και κάποτε πιο σκληρός, με μία γνώση και μία ερμηνεία για τα ανθρώπινα, που εκπλήσσει σε σχέση με την ηλικία της: «Ας θυμηθούμε όμως/ Πριν τις φορέσουμε με αλώβητη περηφάνια/Ποιος πράγματι φοράει ρίγες» (Η μαζοποίηση).
Το ταλέντο πολλά λόγια και πολλούς ύμνους δε χρειάζεται, διότι είναι αυταπόδεικτο, με τον απλό και απόλυτο τρόπο που ο ήλιος ανατέλλει. Και εξίσου αυταπόδεικτο είναι πως όταν το νερό της πηγής αναβλύζει εξαρχής τόσο καθαρό, όπως στην ποιητική της Σεσίλιας Σαραντοπούλου, πολύ δύσκολο να θολώσει…
Για το κλείσιμο αυτής της παρουσίασης, θα επιλέξω το ποίημα «Η πανσέληνος» που ξεχώρισα περισσότερο από τη συλλογή «Νείρομαι», και το διάβασα αρκετές φορές:
Ανέκαθεν ήταν υπαρκτή για λίγους
Για τους λυκάνθρωπους του κόσμου
Που άνθρωποι περπατούσαν τις μέρες
Και όταν έβγαινε αυτή μεταμορφώνονταν.
Πώς υπάρχει αυτή στους μη λύκους;
Ποια είναι η πανσέληνος της ζωής;
Βγάζει τον αληθινό εαυτό μας στη φόρα
Ή μεταμορφώνει τους ήμερους σε τέρατα;
Μια αγάπη που σημάδεψε την καρδιά
Μια συγγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ
Μια καρδιά εύθραυστη που τελικά έκοψε
Μια περιπέτεια που ποτέ δεν τελείωσε
Ένα απωθημένο που προκαλεί εφιάλτες
Ένα σ’ αγαπώ που κρεμάστηκε
Ένα ψέμα που φλόμωσε τον λύκο
Γεμάτος πανσέληνους και ο άνθρωπος τελικά.