To be continued…
Hell is empty and all the devils are here
William Shakespeare
Αν και συχνά η συνέχεια ενός μυθιστορήματος αποδεικνύεται κατώτερη του πρώτου μέρους, για τη ”Νέα Σελήνη” της Αμερικανίδας συγγραφέως Stephenie Meyer ισχύει ακριβώς το αντίθετο: είναι κατά πολύ καλύτερη από το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας του ”Λυκόφωτος”. Τα βιβλία της σειράς κυριολεκτικά σαρώνουν σε πωλήσεις παγκοσμίως και δικαίως χαρακτηρίζονται ως το νέο εκδοτικό φαινόμενο. Κι αν σας άρεσε το ”Λυκόφως”, θα απολαύσετε τη ”Νέα Σελήνη” μέχρι την τελευταία σελίδα, παραμένοντας ”διψασμένοι” για τη συνέχεια της ιστορίας στα δύο επόμενα βιβλία της Twilight saga…
Η αφήγηση ξεκινά με ένα μάλλον ατυχές πάρτυ γενεθλίων της δεκαοκτάχρονης πλέον Μπέλλα Σουάν, όπου παραλίγο να αποτελέσει το εορταστικό πιάτο της σύναξης βαμπίρ, στην οποία ανήκει ο αγαπημένος της Έντουαρντ. Εκείνος, συνειδητοποιώντας ότι η συνύπαρξή της με τα μέλη της ”οικογένειάς” του αποτελεί επικίνδυνο σπορ, αποφασίζει να την εγκαταλείψει και να εξαφανιστεί απ’ τη ζωή της, ώστε να μην την θέτει συνεχώς σε κίνδυνο. Η Μπέλλα πέφτει σε κατατονία, ζώντας επί μήνες εκτός τόπου και χρόνου: μετατρέπεται ψυχολογικά σε ζόμπι, χωρίς καμία επικοινωνία με το περιβάλλον, με το μυαλό και την καρδιά της απούσα και μοναδική της δραστηριότητα τις καθημερινές, μηχανικές κινήσεις του σώματος.
Απ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση θα επιχειρήσει να την βγάλει ο Ινδιάνος φίλος της Τζέικομπ και σε κάποιο βαθμό θα το επιτύχει. Αλλά ούτε και ο Τζέικομπ είναι αυτό που φαίνεται: αποτελεί μέλος μιας αγέλης λυκανθρώπων, θανάσιμων εχθρών των βαμπίρ και αποφασισμένων να μην τους επιτρέψουν να ξαναγυρίσουν στην περιοχή. Η απόπειρα αυτοκτονίας της Μπέλλα θα γίνει ο καταλύτης μιας σειράς γεγονότων που θα φέρουν αντιμέτωπες αυτές τις δύο αρχαίες φυλές και θα την αναγκάσουν ν’ αποφασίσει όχι μόνο με ποια πλευρά θα πάει, αλλά και αν θα παραμείνει άνθρωπος ή θ’ ακολουθήσει τη μοίρα του Έντουαρντ και θα γεννηθεί ξανά ως βαμπίρ…
Μπορώ να φανταστώ ήδη το ειρωνικό μειδίαμα στο πρόσωπο των οπαδών της ”σοβαρής” λογοτεχνίας: μάχες μεταξύ βαμπίρ και λυκανθρώπων, με μήλο της έριδας μια μαθήτρια που ο αγαπημένος της είναι βρικόλακας και ο καλύτερος φίλος της λύκος; Θα ήθελα όμως να υπενθυμίσω εδώ ότι πάρα πολλά βιβλία της κλασικής λογοτεχνίας έχουν πλοκή τελείως εξωπραγματική είτε αναφέρονται στο υπερφυσικό είτε σε ακραίες εν γένει καταστάσεις – πρώτα και καλύτερα στη λίστα τα έργα του Σαίξπηρ (για να μην μιλήσουμε για τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, στις οποίες σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε). Φυσικά δεν θα συγκρίνω τη Stephenie Meyer με τον Σαίξπηρ και τον Αισχύλο, αλλά ως πτυχιούχος Αγγλικής Λογοτεχνίας είναι σίγουρο ότι τους έχει μελετήσει επαρκώς και όπως κάθε καλός συγγραφέας, μπόρεσε να ”κλέψει” με δημιουργικό τρόπο τους κλασικούς και να τους αποδώσει με τις δικές της δυνατότητες σ’ ένα απόλυτα επιτυχές, εκ του αποτελέσματος, μείγμα λογοτεχνίας του Φανταστικού και ρομαντικής, ερωτικής ιστορίας.
Η συγγραφέας χειρίζεται ακόμα πιο έξυπνα και ευρηματικά τους μύθους και τις παραδόσεις για άλλα, μη ανθρώπινα είδη που ”ζουν ανάμεσά μας”, ενώ επιτέλους το βιβλίο γίνεται πιο γοτθικό και σκοτεινό, αποβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό το ροζ στοιχείο του ”Λυκόφωτος” (με εξαίρεση τις μέχρις εξαντλήσεως περιγραφές των φιλιών που υποκαθιστούν στο κείμενο το σεξ). Επίσης, τα ρεαλιστικά στοιχεία από τη ζωή μιας έφηβης σε μια μικρή αμερικανική πόλη ισορροπούν τις μυθοπλαστικές περιγραφές των βαμπιρικών υπόγειων οίκων στην Ιταλία, όπου μεταφέρεται ένα μέρος της δράσης. Η δε ψυχολογική απόδοση της κατάθλιψης που κυριεύει την ηρωίδα κατά την απουσία του ‘Εντουαρντ, έχει τη δύναμη ενός ψυχογραφήματος απόλυτα αληθινού, σχεδόν βιωμένου – με κορυφαίο σημείο τις λευκές σελίδες μέσα στο κείμενο που καλύπτουν χρονικά το διάστημα κατά το οποίο η Μπέλλα δεν υπάρχει, παρά μόνο ως σκιά του εαυτού της.
Η Stephenie Meyer με γλώσσα σύγχρονη, απ’ την οποία δεν λείπει το χιούμορ και ρυθμό γραφής κινηματογραφικό, αποδεικνύει ότι ξέρει να γράφει καλά μυθιστορήματα που γοητεύουν τους αναγνώστες – μετατρέποντας μάλιστα πολλούς απ’ αυτούς σε φανατικούς οπαδούς. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται σε μια υψηλού επιπέδου, σύγχρονη ”παραμυθού” που κάνει το κοινό της να κρέμεται απ’ τα χείλη της ή πιο σωστά από την πένα της. Και πέρα από το γεγονός ότι πάντα είχα σε εκτίμηση τα καλά παραμύθια, είναι νομίζω αυτό ακριβώς που χρειάζεται η κυνική και ολοένα πιο δύσκολη εποχή στην οποία ζούμε…