«Η γλώσσα είναι μητέρα»

Ήξερα ότι αυτό το βιβλίο θα ήταν εξαιρετικό, απλά και μόνο από τον τίτλο του. Πώς; Μάλλον με το ένστικτο αλλά και την εμπειρία του χρόνιου βιβλιοφάγου, διότι όταν το επέλεξα προς παρουσίαση, αγνοούσα και τις βραβεύσεις του (βραβείο Grinzane Cavour 2001, βραβείο Ostia Mare 2001, βραβείο Guiseppe Desi 2001, υποψήφιο για το Independent Foreign Fiction Prize 2012) και το γεγονός ότι έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε αρκετές χώρες. Ούτε το συγγραφέα γνώριζα: εντυπωσιάστηκα από την αυστηρή δύναμη του τίτλου, μου κίνησε το ενδιαφέρον η υπόθεση που παραπέμπει σε ένα κλασικό αντιπολεμικό δράμα (και πράγματι αυτό είναι) και με κέρδισε το πολύ όμορφο έργο του Παναγιώτη Σταυρόπουλου στο εξώφυλλο.

Κι έτσι βρέθηκα να διαβάζω ένα λυρικά σκοτεινό (και λόγω της εποχής και λόγω της ατμόσφαιρας) ανθρώπινο δράμα, που διαδραματίζεται στη Φινλανδία του 1943, δηλαδή στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτή την παγωμένη χώρα που είναι σύμμαχος των Ναζί, γιατί φοβάται την εισβολή των Ρώσων (αυτό το δύσκολο θέμα θα το δούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια), στέλνεται από το γιατρό που τον επανέφερε περίπου από τον κόσμο των νεκρών, ένας στρατιώτης χωρίς μνήμη, χωρίς ταυτότητα, χωρίς εαυτό. Τα ελάχιστα στοιχεία που βρέθηκαν πάνω του, όταν τον περιμάζεψαν τραυματία σε μια προβλήτα στην Τεργέστη, παραπέμπουν σε καταγωγή από τη Φινλανδία. Ο γιατρός, Φινλανδός επίσης στην καταγωγή του οποίου η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για πολιτικούς λόγους, προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσει τον άγνωστο να ξαναθυμηθεί την πατρίδα του, τη γλώσσα του και τελικά το παρελθόν του. Κι έτσι παρακολουθούμε τον τιτάνειο αγώνα του ανθρώπου χωρίς μνήμη να ξαναβρεί ποιος είναι, μελετώντας σχεδόν μανιωδώς τη φινλανδική γλώσσα, με τη βοήθεια ενός ιδιόρρυθμου χριστιανού ιερέα (που στην πραγματικότητα είναι περισσότερο σαμάνος, αφοσιωμένος στην παγανιστική θρησκεία των Φίννων). Η ανατροπή του τέλους, για την οποία ο γιατρός-αφηγητής της ιστορίας μάς προϊδεάζει από την αρχή, φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον τρόμο της τυχαιότητας στην οποία βασίζεται τελικά η ζωή μας… Τουλάχιστον αυτή είναι η άποψη του συγγραφέα και διαπνέει όλο το κείμενο.

Μερικά σημεία που θα ήθελα να επισημάνω σε σχέση με τη «Νέα φινλανδική γραμματική»: όπως προείπα πρόκειται για ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα με σαφή αντιπολεμικό χαρακτήρα και γραφή τόσο εύστοχη στην απόδοση του ψυχικού πορτρέτου του χαμένου ανθρώπου (και δεν μόνο ο χωρίς μνήμη στρατιώτης χαμένος, αλλά όλοι οι ήρωες του βιβλίου, ο καθένας με τον δικό του τρόπο), ώστε στέκεται πολύ καλά δίπλα σε κλασικά βιβλία του είδους. Το δεύτερο σημείο που με γοήτευσε, είναι αυτή η «βουτιά» στην παγανιστική κοσμοθεωρία των Φίννων (των προγόνων των Φινλανδών) για την οποία δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη: γνήσιος λυρισμός σε συνδυασμό με μια μαγική θεώρηση του κόσμου και της δημιουργίας, από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου. Τέλος, και κάτι που με ξένισε ή εν πάση περιπτώσει με προβλημάτισε ως αναγνώστρια: μία συνεχής εξήγηση, σε βαθμό εμμονής, της επιλογής των Φινλανδών να συμμαχήσουν με τη ναζιστική Γερμανία, η οποία παρουσιάζεται ως λογική λόγω του «ρωσικού κινδύνου». Φυσικά σε κάθε πόλεμο γίνονται ακραία, σκληρά και μη φυσικά πράγματα και κανείς δεν είναι αθώος του αίματος. Αλλά η ναζιστική Γερμανία ήταν η ναζιστική Γερμανία και όλοι ξέρουμε τα έργα της, επομένως δεν υπάρχουν δικαιολογίες για όσους στάθηκαν στο πλευρό της. Αυτή βέβαια είναι η δική μου προσωπική γνώμη, άλλοι αναγνώστες ίσως δεν ασχοληθούν καθόλου με το θέμα. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η αντίρρησή μου σε τίποτα δεν μειώνει τη λογοτεχνική αξία του κειμένου ούτε την απόλαυση της ανάγνωσής του.