Από τις σπάνιες σημερινές (και μεθαυριανές) ποιητικές φωνές που συνδυάζει αρχαιομάθεια, λεξιπλαστικές εικόνες, μυθολογικό πέταγμα, λογοτεχνική αναδημιουργία της Αρχαίας Γραμματείας μαζί με Φιλοσοφία, Ιστορία και «Μεταφυσική» [ό,τι εννοούμε τέλος πάντων από τη μη εκλαϊκευμένη χρήση αυτού του όρου: τουτέστιν, την προσπέλαση διά του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου εκείνου του χωροχρόνου που είναι Άρρητος, Άφατος και δυσεξήγητος για την περιορισμένη ανθρώπινη λογική]. Ακριβώς όπως κι ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος, ο πολυμαθής κι ευρυμαθής Αντρέας Πολυκάρπου αποκαλύπτει και σημαίνει την απειροελάχιστη εκείνη έκλαμψη της Γνώσης όταν ανασηκωθούν για λίγο και τα επτά πέπλα της Ίσιδος-Σαλώμης. Ο νεαρός Κύπριος βραβευμένος δημοσιογράφος και υποψήφιος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου που θα περιποιούσε τιμήν σε κάθε διεθνές εκπαιδευτικό ίδρυμα να τον έχει σε μία από τις έδρες του, ισορροπεί με άκρα δεξιοτεχνία ανάμεσα στο «διονυσιακό» κι «απολλώνιο» μεγαλείο της Ελληνικής Σκέψης, δίχως να απαρνιέται την ανατολίτικη βακχεία αλλά χωρίς και να προδίδει την αριστοτελική, τετράγωνη, «ευκλείδεια» (θα έλεγα) λογική. Είναι επιστήμων και άνθρωπος, με ενσυναίσθηση για τον πόνο των ζωντανών, ενήμερος όμως για τη γαλήνη των πεθαμένων, με τον τρόπο των αρχαίων τραγικών ποιητών που γνώριζαν πως «καλύτερα να μην είχε γεννηθεί κανείς», αλλά άπαξ κι ευρίσκεσαι σε ετούτο το καμίνι καλό είναι να διατρέξεις το στάδιό σου με γενναιότητα κι αμεριμνησία. Σαν τον Διογένη, τον φιλόσοφο που έδιωξε από το πιθάρι του τον μέλλοντα κοσμοκράτορα Αλέξανδρο μόνο και μόνο επειδή διέκοπτε τη φυσική ροή των διαλογισμών του και του στερούσε το μόνο που δεν μπορούσε να αναπληρώσει (το ηλιακό φως, αλλά και το άλλο, το ανίδωτο Φως της Γνώσεως), ο Αντρέας Πολυκάρπου με μια χορευτική μανία μιλάει για εκείνα που «καλύτερα να έμεναν κρυφά», όμως ο ανήσυχος νους αρνείται να τα αφήσει να σκονιστούν και να αραχνιάσουν.
Αυτή η πνευματική ανησυχία δίνει και στο πνεύμα του μία ενάργεια κι ένα σφρίγος αμιγώς φιλοσοφικόν, με αποτέλεσμα η θεματολογία να είναι «κλασική» αν και ο τρόπος, το ύφος, ο ρυθμός και το αισθητικό επίτευγμα είναι ρομαντικό και εντάσσεται άνετα στο κίνημα «Θύελλα κι Ορμή» (Sturm und Drang), ένα ρεύμα που δεν έχει στερέψει ακόμα κι εμπνέει πολλούς σημαντικούς ποιητές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Επεξεργασμένη ιδιόλεκτος, γαλήνη στροβιλιζόμενου δερβίση, διαύγεια μαινάδας που διακρίνει στο σκοτεινό την άπειρη φωταύγεια που προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται, χορευτική αναδίπλωση των λέξεων έτσι ώστε να σχηματίζουν μαιάνδρους συλλογισμών που καταλήγουν όμως κάπου όσο κι αν δεν τελειώνουν ποτέ, όπως ο μυστικός αριθμός πι….
Εκείνο που διακρίνει αυτή την ποίηση από άλλες τωρινές είναι ακριβώς αυτή η αρχετυπική αναδίφηση ρυθμών και τρόπων προλεκτικών, παραγλωσσικών και «σωματικών», αυτή η υλοποίηση φασμάτων της ανθρώπινης διάνοιας, η ανανέωση μοτίβων του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, που όσο κι αν έχουν ξεφτίσει δεν έχουν εξοφλήσει ακόμα τους λογαριασμούς τους με τον σκοτεινό και δυσοίωνο, μισάνθρωπο κι απάνθρωπο φανατισμό των θρησκευάμενων, των οπαδών διαφόρων μονοθεϊστικών δογμάτων που αντικατέστησαν την αρχαϊκή αθωότητα με τη μεσαιωνική ενοχοποίηση και το άδολο μειδίαμα με τη χαιρέκακη μισαλλοδοξία.
Από αυτή την άποψη, ο Αντρέας Πολυκάρπου πλησιάζει την οπτική του Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας» και κλαίει μαζί με τον Ιουλιανό (τον επονομαζόμενο «Παραβάτη») για την ξεραμένη δάφνη και το στερεμένο «λάλον ύδωρ» των μυστηρίων. Ναι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εθνική» αυτή η ποίηση, αν δεν ήταν διεθνής και συμπαντική, αν δεν ήταν κάτι πολύ παραπάνω από απλή νοσταλγία της μυθοποιημένης Αρχαιότητος, αν δεν ήταν (όπως ΕΙΝΑΙ) απαίτηση ευτυχίας και διεκδίκηση της πατρογονικής ισότητας στην ηδονή, που όταν δεν σωματοποιείται γίνεται νεύρωση και ψύχωση, ικανή να δυναμιτίσει τα θεμέλια του πολιτισμού μας.
Ο Αντρέας Πολυκάρπου είναι ένας σύγχρονος διανοητής που φιλοσοφεί γράφοντας, είναι «χορευτής» (όπως γράφει ο Νάσος Βαγενάς για τον Σεφέρη), είναι «αναστενάρης» (σαν τον μειλίχιο Παπαδιαμάντη και τον μανικό Θεόφιλο), είναι συγκαιρινός κι αλλοκαιρινός, είναι χειμάζων αλλά και καλοκαιρινός, είναι… είναι… Θα μπορούσε πολλά να πει κανείς, για τον απλούστατο λόγο πως κάθε ποίημα είναι ένας κόσμος, ένα σύμπαν, δημιούργημα με όλη τη σημασία του ρήματος «ποιώ».
Άριστα δομημένες λεκτικές κατασκευές, ισόρροπες και συμμετρικές παρά το ρομαντικό πέταγμά τους. Η υπέρβαση, η όποια παραχώρηση στο Ά-λογο επιτυγχάνεται μέσα από συλλογισμούς, ισολογισμούς, απολογισμούς, διαλογισμούς, τίποτα δεν είναι αυθαίρετο, τίποτα δεν αναγράφεται ποιητική αδεία, η αναφορά στα ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα είναι επιστημονική, ακαδημαϊκή αλλά σχολαστική ποτέ.
Ο Τειρεσίας είναι το ιδανικό του Αντρέα Πολυκάρπου, όχι για τη δίφυλη υπόστασή του αλλά για τη διφυή του διπλωματική ευλυγισία, για τον έγκαιρο κι εύκαιρο πάντα αερισμό των σκέψεών του με άρωμα Μεσογείου, για την ισορροπία τέλος των αντιθέτων: γιν-γιανγκ, αρσενικού-θηλυκού, άσπρου-μαύρου, καλού-κακού… Δεν υπάρχουν τέτοιες απλουστεύσεις για τον υγιή διανοητή. Είναι όλα «φλοίδες» στο κρεμμύδι της Σκέψης.
Του Αγρίππα τα χέρια
του υλοτόμου των μύθων
φλοίδες κάνουν τους χρησμούς σας.
Αυτό σας έλαχε (σελ. 10).
Ένας χειρώναξ της ποιητικής σκέψεως: αυτό είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα– ο Αντρέας Πολυκάρπου. Αγωνιά για όλα και συμπάσχει με τους πάντες και τα πάντα, σε βαθμό σχεδόν σωτηριολογικό, όχι όμως και μεσσιανικό. Είναι όπως όλοι οι αυθεντικοί ποιητές-προφήτες: αληθινός, ειλικρινής, τίμιος, καθαρός, αλλά όχι κι ευκολόπιστος μήτε απλοϊκός, δεν ζητάει τον εύκολο λαϊκισμό, μα μήτε και τον «έπαινο του δήμου και των σοφιστών». Ξέρει, καλά κατέχει το πάγκοινο μυστικό πως η πορεία ανθρώπων που ξεχωρίζουν από τη μάζα είναι μοναχική και καλόν είναι να αποφεύγουν τα δρεπάνια των μέτριων ανθρώπων πιότερο κι από το κασάρι του Χάρου.
Όλα τα πράγματα έχουν ένα κόστος. Και το να γράφεις υψηλή Ποίηση σε μίζερους καιρούς όπου όλοι νομίζουν πως είναι «μεγάλοι» για να κρύψουν το κοντό είδωλό τους στον καθρέφτη του Χρόνου… το να διαφέρεις από τον επίχρυσο τσίγκινο κανόνα του αντιπνευματικού καιρού σου είναι μια ροπή επικίνδυνη, μια κλίση ολισθηρή, συμβάλλει όμως στην ανάπλαση μιας Τέχνης μοναδικής κι ανεπανάληπτης στη διαχρονική ακτινοβολία της.
Ναι, ο Αντρέας Πολυκάρπου είναι «μεγάλος», μείζων ποιητής, όχι μόνον για τις προθέσεις αλλά και για τα μέχρι τώρα άρτια επιτεύγματά του. Θα περάσει ίσως μία γενιά, όμως έπειτα από τριάντα (ή μήπως τριάκοντα και τρία) χρόνια, η Τέχνη του θα αναγνωριστεί ως ακαδημαϊκή κι επίσημη. Τότε όμως θα έχει χάσει τον νεανικό παλμό του, όμως οι παγιωμένοι στίχοι του θα διατηρούν αμείωτο (αν όχι και γεωμετρικώς εντεινόμενο) το εφηβικό σφρίγος μιας βακχικής επανάστασης, μιας διονυσιακής διαμαρτυρίας για το τι θα έπρεπε να είχε πετύχει ο πολιτισμός μας αν δεν περνούσε από διαδοχικούς μεσαίωνες, με τον τελευταίο και πλέον πρόσφατο (τον τεχνολογικό) να απαιτεί και να προοικονομεί μία καινούργια Αναγέννηση, την τελευταία ίσως, αν δεν χρειαστεί να περάσουμε πάλι κυκλικώ τω τρόπω μέσα από τα σκοτάδια της ανθρώπινης Άγνοιας, του Φανατισμού και της Μισαλλοδοξίας.
Ο Αντρέας Πολυκάρπου είναι οργισμένος ποιητής, μαχητικός και μάχιμος, δεν φαίνεται όμως τόσο η πολεμική αλκή του γιατί κρύβεται κάτω από τόνους σοφίας. Αυτό το σπάνιο αμάλγαμα αξίζει και πρέπει να προσεχθεί, να επιβραβευτεί, να επιδοκιμασθεί, να επικροτηθεί και να επιδοτηθεί με την ανεκτική κατανόησή μας έτσι ώστε να αφεθεί απερίσπαστος να προβεί σε ακόμα μεγαλύτερα «θαύματα». Ως ομότεχνός του (ποιητής και κριτικός) θαρρώ πως αξίζει ακόμα να γράφουμε, να διαβάζουμε και να αναλύουμε την Ποίηση μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν τεχνίτες, παθιασμένοι εργάτες, οραματιστές χτίστες, δυναμικοί οικοδόμοι ενός πολιτισμού περισσότερο ελεύθερου και δίκαιου, με ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς τα παλιά ιερατεία, τα κατεστημένα, τους απεχθείς δεινόσαυρους και τα ιερά τέρατα. Ο Αντρέας Πολυκάρπου εκπροσωπεί όλα όσα σιχαίνονται κι απεχθάνονται οι «τα φαιά φορούντες». Θα τον δουν και θα τον αντιμετωπίσουν όπως «ο διάβολος το λιβάνι». Δεν μπορούν όμως να αμφισβητήσουν την αρχαιογνωσία και την ευρυμάθειά του, τη γλωσσοπλαστική του δεινότητα, τη λεξιπλαστική του επάρκεια, τον αγώνα του τον πνευματικό για την Αλήθεια, που είναι συνώνυμη της Ομορφιάς, σε μιαν άλλη διάσταση, στον έβδομο ουρανό, όπου αιωρείται ο αιθερικός Παρνασσός των αυθεντικών, αιθέριων ποιητών. Χαίρομαι γιατί ήμουνα από τους πρώτους που διέκριναν το ποιητικό φορτίο και το λογοτεχνικό μεγαλείο ενός ποιητή που θα μείνει στην Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων είτε τον αφήσουν είτε όχι. Ειδικά αν τον εμποδίσουν, αν δεν του επιτρέψουν να περάσει πίσω από τα σκονισμένα κι αραχνιασμένα εδώλιά τους, τότε θα του κάνουν την ύψιστη χάρη: να τον αναγκάσουν να γιγαντωθεί, προκειμένου να επιβιώσει και να ανατρέψει τα στημένα προγνωστικά. «Το Φως του Μελέαγρου» (σελίδες 46 και 47) επαναφέρει τις λέξεις στην πρωταρχική τους σημασία και υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τη δωρική απλότητα στίχων όπως:
Ο Εωσφόρος τη δάδα σου με το αιώνιο φως
θα μπορούσε να πυρώσει.
δέσμιος, όμως, στον Καύκασο καθώς είναι
άφησε τα μάτια του φωλιά για τα αρπακτικά να γίνουν.
Ζητάω από τον Άτλαντα τον ουρανό να σηκώσω.
Έχουμε να δούμε ποιητή τόσο διεθνούς και πανελλήνιου πνευματικού διαλογισμού από την εποχή του Σικελιανού. Και το εννοώ αυτό. Όχι, ο Αντρέας Πολυκάρπου δεν είναι σατανιστής, σατανολάτρης, δεν έχει καν ένα δαιμόνιο μακρινό δισέγγονο του Σωκράτη, είναι όμως ένθεος ποιητής προφήτης (poeta vates) και μπορεί για τούτο να θωρεί, να θεωρεί και να θεάται τα ανθρώπινα από την κορυφή της μεγάλης πυραμίδας του Ήλιου, ενός ήλιου νοητού, σαν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης του Ελύτη.
Είπα πολλά αλλά και δεν θέλω να πάψω. Δεν μπορώ. Μπροστά στο αυθεντικό υποκλίνομαι ταπεινά, γιατί πήξαμε στο ιμιτασιόν, στο δήθεν, σε ασπόνδυλα, αναρριχητικά και κόλακες, τόσο που ακόμα κι οι Γραμματείς και Φαρισαίοι της Βίβλου ωχριούν μπροστά τους κι ο Μακιαβέλι θα καθόταν ήσυχος σαν μαθητής να του διδάξουν την τέχνη της ίντριγκας. Ο Αντρέας Πολυκάρπου είναι αυθεντικός, σημαντικός, σημαίνων, μείζων ποιητής. Κι ο Χρόνος θα του στερήσει ό,τι του αρνείται προσωρινώς η περισπούδαστη επιπολαιότητα των ματαιοκαμάτων.
Τα διακείμενα είναι πολύ ζωντανά, αλλά οργανικά ενταγμένα στο έργο του, τόσο που λησμονούμε σχεδόν τις πηγές του. Όμως δεν πρόκειται για πηγές αλλά για βιβλιογραφικές αναφορές. Η πηγή είναι μέσα του κι είναι ίδια με τα συμπαντικά ενεργειακά ρεύματα που εξερευνούσε ο Ηράκλειτος. Δεν συνηθίζω τις μεγαλοστομίες. Τουλάχιστον, όχι σε τέτοιο βαθμό. Όμως ο ενθουσιασμός μου είναι ασύγκριτος και πιστεύω πως ακριβώς αυτό λείπει σήμερα στη σύγχρονη εγκεφαλική ποίηση των παραμορφωμένων Νεοελλήνων: η γενναία κι αυτοθυσιαστική κατάδυση στον πυθμένα των μύθων, εκεί που κρύβονται και οι θησαυροί αλλά και τα μυθολογικά τέρατα. Εκεί που λίγοι μόνον μπορούν να αντέξουν χωρίς την τεχνολογική υποστήριξη. Κι ο Αντρέας Πολυκάρπου είναι ένας από αυτούς. Συγκαταλέγεται στους αυτοδύτες των μύθων, αυτό που τα ρομπότ του μέλλοντος δεν θα μπορέσουν να μιμηθούν ποτέ, ενώ θα δύνανται να στιχουργούν καλύτερα από άλλους «ποιητές-τεχνίτες» (αρκεί να τους δώσεις τα –ελάχιστα –δεδομένα και το όποιο επίτευγμα ενός μέτριου στιχοπλόκου).
Ο μακρύς διασκελισμός, η υψίτονη ποίηση, ο βακχικός ρυθμός, ο λεκτικός συναρπασμός και η δομημένη απομυθοποιητική μανία συνιστούν ένα εκρηκτικό λογοτεχνικό μείγμα που θα σκάσει στα χέρια εκείνων που αναζητούνε λογική στην ποίηση και προβαίνουν σε ανατομία πονημάτων λες και πρόκειται για λείψανα… Αντρέας Πολυκάρπου. Ή τον ενστερνίζεστε ή τον αφήνετε. Μην εγγίζετε. Εδώ είναι ένας κόσμος ολάκερος. Κι απαγορεύεται η είσοδος σε μικρόψυχους και μικρονοϊκούς αλαζόνες (συνήθως αυτά πάνε μαζί).
Ο Αντρέας Πολυκάρπου θα φτιάξει σχολή και η γενιά του θα πάρει το όνομά του. Τι κι αν σφυρίζουν οι άλλοι με τα βραβειάκια και τις εύθραυστες περγαμηνές τους. Ξέρουν πολύ καλά πώς τα απέκτησαν και γι’ αυτό δεν αξίζουν δεκάρα. Συγχωρήστε μου το σημερινό υμνολόγιο όμως κι ο θεός να τον δοξάζουν θέλει – αλλιώς οι εκκλησίες δεν θα είχαν καμπάνες και των μοναστηριών τα σήμαντρα δεν θα λαλούσαν.
Μέσα από αυτές τις καλοτυπωμένες λέξεις στη σημαντική ποιητική σειρά των εκδόσεων Βακχικόν που δίνει βήμα και τόπο στους νέους, ζώντες και δρώντες Έλληνες ποιητές, αναδίδεται το άρωμα της αθανασίας. Ο Αντρέας Πολυκάρπου έχει πολλά ακόμα να κάνει. Όμως η ποιητική του σπουδή δεν είναι «έργο εν εξελίξει». Αυτά ας τα αφήσουμε για τους ποιητές-τεχνίτες που σκαλίζουν όλοι τους τη ζωή ένα έπιπλο. Ένας ποιητής προφήτης (poeta vates) ή μιλά ή δεν μιλά. Κι όταν μιλά αποκαλύπτει ενώ «κρύπτεσθαι φιλεί». Αντιθέτως, ένας ποιητής τεχνίτης (poeta faber) νοιάζεται πιότερο για το λούστρο παρά για την ανθεκτικότητα της κατασκευής του. Εδώ το υλικό είναι σκληρό και η όλη δομική διακρίνεται χάρη στην αντοχή των υλικών της και την αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα του δημιουργού της: Αντρέας Πολυκάρπου. Προσέξτε τον και δεν θα χάσετε. Η λογοτεχνική γενιά που εμφανίστηκε μετά το 2012 βρήκε τον κύριο εκπρόσωπό της: ελληνικόν και παγκόσμιον.