Για τον μέγα Κανόνα της λογοτεχνίας
Ας το υποθέσουμε λοιπόν: ο Πάχελμπελ –ω, ναι, ο Πάχελμπελ που όλα ξεκινούν από τον «Κανόνα» του και όλα σε αυτόν καταλήγουν– αγαπούσε πολύ τα βιολιά και είχε ένα θέμα με το τσέλο. Ένα τραύμα; Μια ερωτική απογοήτευση; Μια άπωση που εισήλθε στο βασίλειο της έλξης; Ποιος μπορεί να ξέρει. Και πάλι ο «Κανόνας»: εκεί όπου δύο από τις κυριότερες μελωδίες υφαίνονται ταυτοχρόνως. Εκεί όπου τα βιολιά δημιουργούν μεταξύ τους μια αλληλοδιάδοχη μίμηση. Το πρώτο βιολί παίζει τις πρώτες δύο γραμμές της μελωδίας για να ακολουθήσει το δεύτερο που πιάνει ξανά την αρχή του νήματος, ενώ το πρώτο συνεχίζει τις επόμενες δύο γραμμές της μελωδίας και αίφνης μπαίνει το τρίτο βιολί στη σκηνή και πιάνει με τη σειρά του το νήμα της μουσικής ιστορίας, ενώ ταυτοχρόνως το δεύτερο βιολί έχει πιάσει στασίδι στην τρίτη και την τέταρτη γραμμή και το πρώτο βιολί περπατάει στην πέμπτη και την έκτη γραμμή. Στο βάθος αυτής της εμπνευσμένης δομής, που κυριαρχείται από μια ρυθμική επαναληπτικότητα, το τσέλο, ως αυτόνομος παίκτης, παίζει μια συγκεκριμένη, άοκνη μελωδία που στηρίζεται σε οκτώ μόλις νότες. Ακούγεται ως μαρτύριο, εντούτοις είναι η συμπερασματικότητα της έμπνευσης.
Τι κάνει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στους μινιμαλιστικούς στροβιλισμούς των λέξεών του; Τι το συναφές έχει η δική του εγκεφαλική περιδίνηση με το μουσικό ξετύλιγμα ενός χρόνου που επαναλαμβάνεται αενάως, όχι ως βαρετή ομοιοτυπία εικόνων αλλά ως ένα ανάπτυγμα γεμάτο εξυψωτική εμπειρία και ευφραντικό κυμάτισμα; Απάντηση: είναι το ίδιο και το αυτό. Η μουσική των λέξεων, οι λέξεις της μουσικής – μουσικώ τω τρόπω γράφει μια λογοτεχνία που ηχεί και καθώς διαβάζεται (και διαβάζοντάς την) εξυψώνονται οι νότες πάνω από το τυπωμένο χαρτί. Είναι, όμως, και ο κινηματογράφος του Πέκινπα, του Χίτσκοκ και του Όρσον Γουέλς που αναπτύσσουν το σχήμα με άλλο τρόπο. Εκεί και οι εικαστικές τέχνες σε όλες τις εκδοχές τους που φέρουν στο έργο μια τρισδιάστατη πτυχή – αποκτούν μαζί του μια απτική σχέση. Μα, πάνω από όλα, είναι το άλλο πρίσμα που μπολιάζει τις μικροϊστορίες του Κυριακίδη, εκείνο το νευρώδες λογοτεχνικό ρεύμα που εκκινεί με την τελετουργία του Μπόρχες και συγκαταριθμεί ακόμη τον Κάφκα, τον Κασάρες, τον Κορτάσαρ, τον Καλβίνο και κάμποσους άλλους θαυμαστούς θεράποντες. Αυτή η αρχή της μεταβλητότητας των πάντων, καίτοι κινούνται μέσα στον ίδιο πυρήνα δίχως να μπορούν να διαφύγουν, αλλά και η λατρεία των λέξεων καθώς σαλεύουν μέσα στα νοήματα – αυτή η γεωμετρική μαγεία που δημιουργεί εκ των πραγμάτων ένα συνεργατικό κίνητρο (ο αναγνώστης διαβάζει και… διαβάζεται), όλα τούτα είναι στοιχεία που βρίσκει κανείς στον Κυριακίδη από τα πρώτα γυμνάσματά του έως τα ύστερα που απλώνονται σε μεγαλύτερα βάθη διασείοντας τους χώρους και τους χρόνους με μια επιδεξιότητα λεπτουργού.
Από τη δοκιμιακή σπηλιά έως το λογοτεχνικό ξέφωτο και από την κεκαλυμμένη ποίηση (ο ίδιος δηλώνει πως δεν είναι ποιητής) μέχρι την υπερρεαλιστική αντήχηση, ο Κυριακίδης φτιάχνει ιστορίες μέσα από άλλες ιστορίες που οδηγούν σε κάποιες τρίτες και τέλος δεν έχει αυτός ο Κανόνας που φυσικά, καιρώ τω δέοντι, θα επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε. Η λέξη δίνει λέξη και όλες μαζί μια μουσικότητα της λογοτεχνίας ή μια λογοτεχνία της μουσικής. Υπό αυτό το πρίσμα, ναι, αξίζει τον κόπο να στρίψει κανείς το λαρύγγι των βασικών μύθων και να τους αναγνώσει αλλότροπα. Έχει κάθε δικαίωμα να εγκολπωθεί τις λέξεις πριν καν τον φτάσουν τα νοήματα ή να δεχθεί ως αληθινούς τους επινοημένους και ψευδεπίγραφους τους ζώντες. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα της έκλειψης, του ανείπωτου που παίρνει σάρκα και οστά, της δριμείας διαταραχής, του αμετάκλητου πετάγματος προς κάτι που δεν φαίνεται πως υπάρχει – κι όμως είναι εκεί και περιμένει. Ο αιφνιδιασμός είναι πάντα εκεί στις ιστορίες του Κυριακίδη: λεκτικός, αναγνωστικός, γραμματολογικός – απόλυτα νοηματοδοτημένος. Η σαγήνη της αγάπης, ο στεναγμός της μοναξιάς, η στίλβουσα στιγμή μιας εσωτερικής αντίληψης, το οντολογικό βάρος, η πολιτική σκοτεινιά, ο δυισμός του ενός, αποτελούν στοιχεία με τα οποία ο Κυριακίδης αναμετράται εδώ και δεκαετίες στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ουσιαστικά είναι ο γεννήτορας μιας σχολής που στα μέρη μας –επί του παρόντος– έχει μονοπρόσωπη εκπροσώπηση: δάσκαλος και μαθητής είναι ο ιδρυτής της.
Συμπερασματικά, ο Πάχελμπελ δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα με το τσέλο, γι’ αυτό κι εγώ στην άλλη μου ζωή θέλω να είμαι αυτό ακριβώς το όργανο και να ψιθυρίζω αενάως τις εξής οκτώ νότες: D major, A major, B minor, F sharp minor, G major, D major, G major και A major.
Απαραίτητη σημείωση: τη συγκεντρωτική έκδοση του έργου του Αχιλλέα Κυριακίδη συμπληρώνει ένα επίμετρο-«διαμάντι» του Αριστοτέλη Σαΐνη, ο οποίος με καίρια ματιά βυθομετρά τα σημάδια μιας λογοτεχνίας που δεν γίνεται να μην διαβαστεί/ακουστεί/τραγουδηθεί.