Μοναχικές φωνές αντίστασης

Υπάρχει πολύς κόσμος που πιστεύει ότι όλοι οι Γερμανοί ήταν ναζιστές και συμμετείχαν ενεργά στις θηριωδίες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όμως, υπήρχαν αρκετοί που προτίμησαν την αυτοεξορία από τη συμμετοχή ή κάποιοι που παρέμειναν στη Γερμανία και επέλεξαν να αντιδράσουν στα όσα γινόντουσαν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Μια τέτοια ιστορία αντίστασης χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη ο Fallada. Αφού μελέτησε τα αρχεία των ανακρίσεων, κράτησε τον πυρήνα της ιστορίας και δημιούργησε ένα μυθιστορηματικό κόσμο που δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πραγματικότητα της εποχής.

Η ιστορία ξεκινά στα 1940, όταν ο Ότο και η Άννα Κβάνγκελ πληροφορούνται το θάνατο του μοναχογιού τους στο μέτωπο. Η Άννα απελπίζεται και ο Ότο αρχίζει να προβληματίζεται για το τι συμβαίνει στη χώρα του. Αποφασίζει να δράσει. Αρχίζει να φτιάχνει κάρτες με επιχειρήματα εναντίον του Χίτλερ. Μαζί με την Άννα τις αφήνουν σε πολυσύχναστα κτίρια σε μια προσπάθεια να αφυπνίσουν συνειδήσεις. Όσοι, όμως, βρίσκουν τις κάρτες φοβούνται και προτιμούν να τις παραδώσουν στην Γκεστάπο. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Επιθεωρητής Έσσεριχ και στα δυο χρόνια που περνούν αδυνατεί να βρει στοιχεία σχετικά με το δράστη. Όταν κάποιες συμπτώσεις και ατυχίες αποκαλύπτουν τους ενόχους, οι Κβάνγκελ θα ζήσουν από κοντά την κτηνωδία του ναζιστικού καθεστώτος με θάρρος και αξιοπρέπεια.

Η δύναμη του μυθιστορήματος είναι οι διακλαδώσεις που δημιουργεί. Η κεντρική ιστορία είναι αυτή των Κβάνγκελ, παρουσιάζονται, ωστόσο, και αρκετές άλλες. Παρακολουθούμε τους γείτονές τους στην πολυκατοικία που μένουν: την Εβραία κυρία Ρόζενταλ, την οποία κλέβουν και καταδίδουν οι γείτονές της οι Περζίκε, ένθερμοι ναζιστές και αδίσταχτοι τυχοδιώχτες. Βλέπουμε τον ηλικιωμένο δικαστή Φρομ που προσπαθεί να κρύψει την κυρία Ρόζενταλ και τον χαφιέ Μπορκχάουζεν που παρακολουθεί τους πάντες και προσπαθεί να επωφεληθεί από διάφορες καταστάσεις. Οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί και ρεαλιστικά παρουσιασμένοι, για αυτό το λόγο και ο αναγνώστης συμπάσχει.

Παρόλο που η γλώσσα είναι εξαιρετικά λιτή, το ύφος του βιβλίου είναι σκοτεινό και απαισιόδοξο. Τα πάντα παρουσιάζονται με μαύρα χρώματα και ο φόβος είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί. Οι νότες αισιοδοξίας είναι ελάχιστες, αν και το βιβλίο είναι γραμμένο το 1947, όταν όλα έχουν κριθεί. Ή ίσως αυτός να είναι ο λόγος: με τη λήξη του πολέμου οι Γερμανοί αναλογίζονται τι συνέβη και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτό που συνέβη. Πόσοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να αντισταθούν; Λίγοι σε αριθμό, αρκετοί, όμως, σε δύναμη ψυχής που προτίμησαν την καθαρή συνείδηση και την αξιοπρέπεια -όπως αναφέρει και ο Ότο- από την υποταγή.