Να σου πω μια ιστορία

Είναι στη φύση του ανθρώπου να αισθάνεται έντονα όταν θυμάται διάφορες στιγμές από το παρελθόν, άλλοτε καλές κι άλλοτε κακές. Αναμνήσεις, εικόνες, ήχοι, πρόσωπα και καταστάσεις. Μια αλυσίδα που πολλές φορές αποδεικνύεται πολύ βαριά για την ανθρώπινη ψυχή, την οποία αποκαλούμε μνήμη.

Στο μυθιστόρημα «Μονοπάτια της μνήμης» της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως Ευφροσύνης Καμάτσου, οι αναμνήσεις είναι εκείνες που παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο. Δυο ιστορίες κινούμενες σε παράλληλους άξονες, περιμένοντας τη στιγμή που θα βρουν το σημείο επαφής τους.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δυο κορίτσια αναπτύσσουν μια στενή φιλία. Η Στέλλα, κόρη του γιατρού του χωριού και η Ματίνα, ορφανή, αλλά γεμάτη δίψα για ζωή. Η φιλία τους γίνεται ολοένα και πιο στενή μέχρι τη στιγμή που η Ματίνα αρχίζει να μένει στο σπίτι της Στέλλας. Καθώς μεγαλώνει η Ματίνα αποτυπώνεται στο πρόσωπό της μια λάμψη και μια ωριμότητα που δεν αφήνει κανέναν κάτοικο ασυγκίνητο, ακόμα και τον γιατρό, τον πατέρα της Στέλλας. Ο φθόνος ελλοχεύει, οι γυναίκες την κοιτούν περίεργα κι ακόμα και η ίδια η Στέλλα αρχίζει να αισθάνεται απειλές από την ίδια της τη φίλη. Και η σύγκρουση αναμένεται ολομέτωπη…

Αρκετές δεκαετίες αργότερα η Στέλλα, γιαγιά πλέον, μένει στο χωριό με τις δύο εγγονές της για καλοκαίρι. Καθώς παίζουν στην παιδική χαρά δίπλα στο νεκροταφείο, η μία εξ αυτών, η Κατερίνα, μαγεύεται από έναν τάφο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα. Ο τάφος έχει πάνω το όνομα της Ματίνας. Ένα μεταφυσικό δέσιμο θα οδηγήσει το μικρό κορίτσι να χαθεί για λίγο από την πραγματικότητα. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός η Στέλλα θυμάται, οι κάτοικοι αγωνιούν και μια εκκρεμότητα δε λέει ακόμα να επιλυθεί. Το σώμα της Ματίνας παραμένει άθικτο μολονότι πέθανε πριν πολλά πολλά χρόνια…

Το μυθιστόρημα της Ευφροσύνης Καμάτσου είναι πολύ καλό από κάθε άποψη. Έχει μια ιστορία που έλκει από την αρχή μέχρι το τέλος το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ η στοιχειοθέτηση των χαρακτήρων και η πορεία καθ’ όλη την εξέλιξη της ιστορίας είναι εξίσου πειστική και θελκτική. Γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο και με γλώσσα απλή και απέριττη, το βιβλίο μας οδηγεί στον κόσμο των ηρωίδων του, με εικόνες γεμάτες χρώματα από την ελληνική επαρχία και με συμπεριφορές και αντιδράσεις που χαρακτηρίζουν τόσο τον άνθρωπο, όσο και τις μικρές κοινωνίες γενικότερα. Οι διάλογοι είναι λιτοί, ενώ δεν είναι λίγα τα σημεία όπου αναδεικνύεται το χιούμορ στις σελίδες του βιβλίου.

Πρόκειται για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, σε απλό ύφος, που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε κάθε σελίδα και αποπνέει μια φρεσκάδα και ζωντάνια που  δεν είναι και τόσο συχνό φαινόμενο στα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα.