Από την πρώτη στιγμή ξεχώρισα την ποίηση του Άγγελου Δ. Κανιούρα ως μια αυθεντική μοναδικότητα, μη εμπρόθετον απάντησιν εις την μεταμοντέρναν αμηχανίαν που κατακλύζει τους περισσότερους ποιητικολογούντες και ποιητικογραφούντες.
Ο Άγγελος Δ. Κανιούρας είναι ποιητής, γιατί γράφει δίχως να έχει πάρει διαζύγιο από το συναίσθημα, αρύεται τα νάματά του από την παγκόσμια και διαχρονική δημοτική παράδοση, πατάει πάνω στους ρυθμούς και στις μελωδίες της ελληνικής γλώσσας και το κυριότερο συνθέτει δίχως να αποδομεί, δημιουργεί χωρίς να καταστρέφει.
Πολύ μακριά, πέραν από τη literatura erudita των παρα-μορφωμένων που μπαίνω συχνά στον πειρασμό να την καθαρογράψω με δύο tt ως litter-atura, σκουπιδογραφία δηλαδή, ο Άγγελος Δ. Κανιούρας δικαιώνει κι ανασταίνει τον κατασυκοφαντημένο όρο «ποιητής», που δεν μπορεί να είναι παραγνωρισμένος, για τον απλούστατο λόγο πως δεν αναζητά κάποια δικαίωση, απλώς ψέλνει, τραγουδά σαν αηδόνι, ραψωδεί ως φιλότεχνος υποδηματοποιός ίνα ανθέξει την δύσβατον ατραπόν της Αρετής.
Η Ποίηση δεν ναρκισσεύεται, δεν χαριτολογεί, δεν εσωστρέφεται, μόνον χαρίζεται, γάργαρο νερό στον διψασμένο διαβάτη. Κι είναι τόσο στερημένες οι ψυχές μας τις τελευταίες δεκαετίες, τόσον ενδεείς και περίλυπες, αφού αυτοί που θα έπρεπε να μας ψυχαγωγούν επιδίδονται σε γλωσσικές, νοητικές και άσπονδες ακροβασίες προκειμένου να μας εντυπωσιάσουν, να εγγράψουν υποθήκες στην αιωνιότητα ή να αποσπάσουν βραβεία κι επαίνους, μετά του όποιου οικονομικού συμπληρώματος που τα συνοδεύει. Όμως η Ποίηση, η αληθινή Ποίηση, με πι κεφαλαίο, δεν αντισταθμίζεται, δεν αποζημιώνεται, είναι προσφορά, ολοκληρωτική ανάλωσις κι όχι παράπλευρη απώλεια. Η Ποίηση απαιτεί αφοσίωση και κυτταρική συνήχηση.
Ο Άγγελος Δ. Κανιούρας, ευτυχώς, από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, το 2004, μέχρι την τέταρτη πλέον συλλογή του, το 2017, διατρέχει μία σημαντική κι ακάματον πορείαν προς το Υψηλόν, που είχαμε λησμονήσει μετά την περίφημη «γενιά του 1970» και τις εξαργυρωμένες πεζολογίες της. Οι όποιοι «σεφερισμοί» κι οι εισαγόμενοι μοντερνισμοί, μεταμοντερνισμοί (κι –ισμοί γενικώς) αποστέρησαν από τους νεότερους τον χορευτικό, διονυσιακό, βακχικό ρυθμό της αρχαίας ποίησης, όπως περνάει μέσα από τη δημοτική και προφορική ποίηση στη σύγχρονη λαλιά, με αποτέλεσμα να είναι κάποια πεζά περισσότερο ποιητικά από τις λεκτικές ασκήσεις των σύγχρονων «πονητών» που ούτε καν στιχουργοί δεν είναι, αφού μοιάζουν σαν να αγνοούν εντελώς κάθε ρυθμολογία και βαυκαλίζονται με λογοπαίγνια, εξυπνακίστικα ανακατώματα της συντακτικής δομής μιας γλώσσας τόσο πλούσιας κι ευλύγιστης που όσο κι αν προσπαθούν δεν γίνεται να τη βιάσουν.
Το βασικό προτέρημα τού Άγγελου Δ. Κανιούρα και το συντριπτικό πλεονέκτημα της ποιητικής του είναι πως δεν αναλίσκεται σε διακειμενικές αναφορές και δουλικές απομιμήσεις ξένων προτύπων. Δεν είναι καν σχετικιστής. Είναι ακριβολόγος και απόλυτος, πιστός στο όραμά του, δραματικός κι ελεύθερος μέχρι τέλους σε έναν μονόλογο που δεν είναι αυτιστικός και σε μια ρητορική που αφορά όλους μας, αφού βρίθει γνωμικών και λειτουργεί με τον διδακτικό τρόπο της αρχαίας λυρικής και δραματικής ποιήσεως, αφού τότε η στιχουργία ήταν σχολείο μεταδόσεως υψηλών νοημάτων και φιλοσοφικών εννοιών που διαφεύγουν ακόμα και σήμερα από τους πενιχρούς εγκεφάλους πολλών σχολαστικών ακαδημαϊκών μας δασκάλων.
Το θέμα της πρωτοτυπίας λειτουργεί εδώ αυτεξούσια κι αυταπόδεικτα, αφού προτάσσεται αυτό που λέμε έμπνευση κι ακυρώνει εξ ορισμού κάθε προσπάθεια αντιγραφής, μεταγραφής ή μιμητισμού, ακόμα και την ίδια τη νευρωτική απόπειρα της όποιας (πάση θυσία) καινοτομίας.
Έτσι λοιπόν χαίρομαι όταν διαβάζω Άγγελο Δ. Κανιούρα, γιατί δεν τον «μελετώ», δεν χρειάζεται να τον ερευνήσω, τα νοήματα είναι εκεί ξεκάθαρα όπως στη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, που παντρεύει περιεχόμενο και μορφή με τόσο ξεκάθαρο και διαφανή τρόπο που είναι πασιφανής και η πρόθεσις και το επιτελούμενο με μόνο ζητούμενο την αισθητική ηδονή και την ψυχ-αγωγίαν που τόσο μας λείπει…
Ποιητική σύνθεση σε δώδεκα ενότητες, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «εικόνες» αλλά «σκηνές» φιλοξενεί αυτό το ευ-διάθετο βιβλίο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Κι αν το να συνθέσεις ένα και μόνον ποίημα είναι από μόνο του ένας άθλος, μία ποιητική σύνθεση σε δώδεκα «στάσιμα» (ή «χορικά») είναι ένα κατόρθωμα που δεν μπορεί και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Κι αν η επίσημη, κατεστημένη κριτική, προτιμά πιο μινιμαλιστικά, διανοουμενίστικα πράγματα, εγώ αντιθέτως εκτιμώ το αυθόρμητο, το ενδογενές και ηφαιστειακό πολλών ποιητικών φωνών που αμφισβητούν εμπράκτως κάθε διανοουμενίστικη δυστοκία και κάθε εξανδραποδισμένο ναρκισσισμό.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με την ποιητική του Άγγελου Δ. Κανιούρα απόλαυσα τον ελεύθερο δεκαπεντασύλλαβό του, τις σποραδικές, εκλεκτικές ομοιοκαταληξίες του, παρηχήσεις και συνηχήσεις τόσο πλούσιες που μόνο το γάργαρο νερό που κυλάει αβίαστα σε πηγή που δεν λέει να στερέψει μπορεί να παράξει.
Η εικονοποιΐα του είναι αξιοθαύμαστη, η μελο-πλασία του ανυπέρβλητη [ας μου συχωρεθεί ο νεολογισμός, αλλά κανείς άλλος δεν φτιάχνει ελεύθερο στίχο τόσο κοντά στη δημοτική παράδοση, εκτός ίσως από τον Ρωμανό τον Μελωδό]. Κι αν είμαι τόσο ενθουσιώδης είναι γιατί αντιλαμβάνομαι την αμηχανία όσων πάσχουν από αγκυλώσεις πάσης φύσεως και κάθε μορφής.
Η ποιητική τού Άγγελου Δ. Κανιούρα δεν έχει εκτιμηθεί κι αποτιμηθεί μέχρι τώρα καθώς της πρέπει. Καθόλου παράδοξον. Αν δεν περάσουν τριάντα χρόνια και μια γενιά από την πρώτη εμφάνιση δεν υπάρχει η απαραίτητη απόσταση ασφαλείας και δεν προσμετράται η αντοχή μέσα στον Χρόνο. Όμως «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και δουλειά όσων κατέχουν θεσμικές εξουσίες είναι ν’ αναγνωρίζουν, να στηρίζουν, να εξαίρουν και να προβάλλουν το καλό κ’ αγαθό, ειδικώς όταν διακρίνεται από τεχνική επάρκεια και ποιητική ενάργεια.
Ο Άγγελος Δ. Κανιούρας γράφει όπως τραγουδάνε τα ωδικά πτηνά. Γιατί δεν μπορούν να πράξουν αλλιώς. Ο γραπτός του λόγος «χορεύει» αντί να περπατάει όπως κάνουν οι μεθυσμένοι από την ηδονή της αναπνοής, από την ευγνωμοσύνη τού να είσαι ζωντανός και να διαδράς με τον κόσμο.
Από αυτό το με πόνο και χαρμολύπη φιλοτεχνημένο βιβλίο επιλέγω να σας διαβάσω:
Ογδόη Ενότητα
Άρατε πύλας, άρατε
[…]
Λίγωσε η ώρα.
Αμάραντα λυγίζουν τα λουλούδια.
Μοσχοβολιές πρωτόγνωρες
χάσαν το άρωμά τους.
Μήτε ένα γλυκοπότισμα
και στάλαγμα κανένα
δεν είναι άξιο κι ικανό
ν’ αγγίξει την καρδιά τους
να στολιστεί σαν άνοιξη
να υφάνει την χαρά τους.
Τρίσβαθη είναι η ψυχή
στη σμίξη του θανάτου.
Όπου φυτρώνει η παγωνιά,
ανθοφορεί το χάος
και μάχονται αιώνια
η νύχτα και το κάλλος.
Εκεί το αίμα χάνεται
η μέρα μαραγκιάζει
κι η ώρα γίνεται αχνός.
Κάτω στου Άδη τα στενά
τα σκιερά παλάτια
κάθεται η Κόρη μοναχή
την Πύλη αγναντεύει
ποιος θα σταθεί με τον εχθρό,
ποιος θα στολίσει δόξα
και ποιος στο φέγγος θα διαβεί
με όλη την ικμάδα.
Λίγωσε η ώρα.
Η ξένη ασκήμια γίνεται
πάντα σε ξένα μέρη.
Κανείς δεν θα το άντεχε
να τον θωρούν οι φίλοι
κι η μάνα που τον γέννησε
που καρτερά να γείρει.
Κοίτα το χέρι το άραχνο
στραγγάλισε την χώρα.
Λαοί χιλιάδες κιότεψαν
πριν τους προλάβει η μπόρα.
Δέκατη ενότητα
- Γιε μου, πού πας αστόλιστος
στου Χάρου τα περβόλια
νιοθέριστο ανθόκλαδο
σε μαρμαρένια αλώνια;
Χωρίς φτερά αετόπουλο
γλίστρησες πριν την ώρα.
Μην τα φιλιά μου νοιάστηκες
μην χάδια και ορμήνιες;
- Λαμπροπατά η άνοιξη
τρέχω να την προφτάσω.
Λάβαρο κάνω τα φιλιά
τάμα την ορμηνιά σου
και τα γλυκά τα χάδια σου
τού κόσμου τα στολίδια.
- Γιε μου, πού πας αμούστρακος, μοιρολογώ τα νιάτα.
- Μάνα πενήντα σκότωσα, χίλιους έχω λαβώσει
βράχους κυλώ ξωπίσω τους και νύχτα του θανάτου.
Κλονίζεται η γη συθέμελα, τ’ αστέρια σκοτεινιάζουν,
ορμούν στη γη αετόπουλα στέκουν με τους ανδρείους
κι είμαι εγώ ο κελευστής, πηγαίνω να προλάβω.
«Μονάχα μια στιγμή», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Άγγελος Δ. Κανιούρας. Ακούστε τον ίδιο τον ποιητή να σας παρασέρνει σε έναν λεβέντικο χορό. Με ασθματική ανάσα θ’ ανακαλύψετε τα μυστήρια των ορεσίβιων Μαινάδων από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, την πρωταρχική δύναμη των άλλων μαινάδων από τη Θράκη που διαμέλισαν τον Ορφέα, επειδή δεν έστερξε στον έρωτά τους.
Η Ποίηση, η αυθεντική ποίηση είναι πόνος και σπαραγμός, πρωταρχικός ρυθμός, ερωτικός κι ορφικός, του Σύμπαντος Κόσμου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι;
Συγγνώμη που χρησιμοποίησα διθυραμβικόν τόνον και εξυμνητικόν τρόπον γι’ αυτό το σημείωμά μου, όμως κάθε γραπτό μας παρασέρνει στον δικό του κόσμο και δεν υπάρχουν συνταγές για τον τρόπο που μεταπλάθεις την εμπειρία σου από τη συνάντηση με έναν αυθεντικό ποιητή: Άγγελος Δ. Κανιούρας.