Διαβάζοντας τον τίτλο «Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας» μπορεί να αισθανθεί κανείς πως βρίσκεται στα πρόθυρα μιας πρόκλησης: πώς θα συγκεντρωθεί και θα αξιοποιηθεί ό,τι είναι συνήθως διάσπαρτο, διαχυμένο μέσα στους αιώνες, κατορθωτό σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και ιστορικές συγκυρίες; Κι όμως, ο John Sutherland –καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Univercity College του Λονδίνου, συγγραφέας και επιμελητής αρκετών βιβλίων– δείχνει να κατέχει το εν λόγω εγχείρημα, με τρόπο φυσικό κι απολαυστικό, χωρίς θεωρητικές αγκυλώσεις αλλά αποπνέοντας ένα πηγαίο ενδιαφέρον για τις μεταβαλλόμενες μορφές της ποιητικής και αφηγηματικής τέχνης.
Εκκινώντας από τις μυθικές αρχές, τα αρχαία έπη και τις πρώτες θεατρικές αναπαραστάσεις, ο Sutherland μας αποκαλύπτει πως τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα είναι ανεξάντλητα και πως, όσο συχνά κι αν επανερχόμαστε σε αυτά, πάντα έχουν κάτι νέο να προσφέρουν. Σταδιακά μας οδηγεί στη γέννηση του μυθιστορηματικού είδους, περνώντας πρώτα μέσα από κάποια «πρωτομυθιστορήματα», όπως «Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ» του Τζέφρυ Τσόσερ, «Το Δεκαήμερο» του Βοκάκιου και ο «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες (μεταξύ άλλων), για να καταλήξουμε στο είδος που γνωρίζουμε στις αρχές και στα μέσα του 18ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρον ότι το μυθιστόρημα εμφανίζεται την ίδια χρονική στιγμή με τον καπιταλισμό, αντανακλώντας το τέλος της μεσαιωνικής στασιμότητας και την οικονομική και κοινωνική κινητικότητα των μεγάλων κέντρων της εποχής. Έτσι, «Η ζωή και οι παράξενες περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου» εμφανίζεται στο Σίτυ του Λονδίνου και αποτυπώνει, κάτω από την αφηγηματική του επιφάνεια, τις περιπέτειες του homo economicus, δημιουργώντας ταυτόχρονα για πρώτη φορά τη σύμβαση του ρεαλισμού. Σύντομα, ωστόσο, τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» του Τζόναφαν Σουίφτ θα αναμείξουν τη ρεαλιστική εξωτερική δομή με ένα περιεχόμενο τόσο φανταστικό όσο και εκείνο των παραμυθιών – μια μείξη που θα συνεχίσει να σαγηνεύει από τότε.
Γενικότερο χαρακτηριστικό των σύντομων και ευσύνοπτων κεφαλαίων του βιβλίου είναι ότι συνδυάζουν εύστοχα το έργο του κάθε δημιουργού με το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της εποχής του, χωρίς να παραγνωρίζεται ταυτόχρονα το γεγονός ότι η προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη αποτελεί μια «αυτόνομη συνιστώσα». Έτσι, για παράδειγμα, βλέπουμε πως η Τζέιν Όστεν και οι αδερφές Μπροντέ μας δίνουν έργα έξυπνα και διεισδυτικά, συμπυκνωμένα όμως στο μικρό εύρος μιας θηλυκής, μεσοαστικής εμπειρίας, ενώ ο Ντίκενς, ο γίγαντας της βρετανικής μυθιστοριογραφίας, υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που ενδιαφέρθηκε με ζέση να εκθέσει τα «κοινωνικά προβλήματα» και να παρουσιάσει τα γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αλλαγή του κόσμου αλλά και στην «εσωτερική αλλαγή» των ίδιων των ανθρώπων-ηρώων του.
Η ψυχαγωγική μας ξενάγηση σε όλο το θαυμαστό εύρος της λογοτεχνικής ιστορίας συνεχίζεται, μεταξύ άλλων, με τα χαρακτηριστικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας –ο «Μόμπυ Ντικ» ως το αρχετυπικό αμερικανικό μυθιστόρημα, η «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» ως το έργο που άλλαξε την άποψη της κοινής γνώμης σε σχέση με τον ρατσισμό, τα «Σταφύλια της Οργής» ως το οργισμένο έργο μιας αδυσώπητης κοινωνικής αλλαγής–, με τα έργα του μοντερνισμού –η νέα πρόταση του Τ. Σ. Έλιοτ, οι «συνειδησιακές ροές» της Βιρτζίνια Γουλφ, και η ανατροπή των μυθοπλαστικών αναστολών από τον «Οδυσσέα» του Τζόις–, και με συγγραφείς όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Μποντλαίρ, ο Φρανς Κάφκα, ο Άλντους Χάξλεϋ, ο Μπόρχες και ο Μάρκες, να περνούν από μπροστά μας, μέσα από σύντομα αποσπάσματα και δεξιοτεχνικές παρατηρήσεις.
Τη γενικότερη εικόνα συμπληρώνουν οι αναφορές σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά ρεύματα που διαπερνούν τις εποχές, όπως οι μεταφυσικοί ποιητές, ο ρομαντισμός, οι συγγραφείς του πολέμου, οι ουτοπίες και οι δυστοπίες, ο μεταμοντερνισμός, ο μαγικός ρεαλισμός, η πολυπολιτισμική λογοτεχνία, ενώ παρεμβάλλονται κεφάλαια για την τυπογραφία και τα πνευματικά δικαιώματα, την ανάδειξη της κριτικής και του αναγνωστικού κοινού, την παιδική λογοτεχνία, τη λογοκρισία και τις διασκευές σε άλλες μορφές τέχνης, αλλά και πιο τρέχοντα θέματα, όπως οι λίστες των ευπώλητων, οι λέσχες ανάγνωσης, τα βραβεία και τα φεστιβάλ.
Σε τελική ανάλυση, βασικό προσόν του βιβλίου αποτελεί η άμεση και γλαφυρή γλώσσα του συγγραφέα, που το καθιστά ιδιαίτερα ευχάριστο και ευκολοδιάβαστο. Ενώ το μεγάλο του επίτευγμα μπορεί να είναι η υποκίνηση του αναγνώστη να ανατρέξει, διαθέτοντας τώρα και περισσότερα εφόδια, σε καινούρια για αυτόν λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς.
Η επιτυχημένη μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Λαμπράκο και υπηρετεί εξαιρετικά τις προθέσεις του βιβλίου.