Το βιβλίο και η ταινία…

 Κάτι που λείπει από την αποτύπωση της ιστορίας μες στους αιώνες, είναι η γυναικεία ματιά. Η καταγραφή της ιστορίας του κόσμου έγινε έως την αρχή του εικοστού αιώνα από ανδρικές γραφές και από καθαρά αρσενικές οπτικές γωνίες. Ευτυχώς, η καταπολέμηση του γυναικείου αναλφαβητισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού και δώθε, χάρισε στους θηλυκούς ανθρώπους του πλανήτη το δικαίωμα να αποτυπώνουν τη σκέψη τους και μέσα σ’ έναν αιώνα όλο κι όλο μας έχουν χαρίσει εξαιρετικά δείγματα γραφής που αποδεικνύουν μια εξαιρετική ποιότητα σκέψης, την οποία ο κόσμος χιλιετηρίδες ολόκληρες τη στερήθηκε όσο έχτιζε τον πνευματικό πολιτισμό του.

Η «Μικρά Αγγλία», γραμμένη στα 1997,ως λογοτεχνικό έργο λοιπόν, κατά την άποψή μου, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη λογοτεχνική απόπειρα μιας γυναίκας συγγραφέως του εικοστού αιώνα, αλλά ένα έργο εμβληματικό για μια εποχή όπου άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της η καταπιεσμένη γυναικεία παρουσία: την κρίσιμη περίοδο 1930-1950, μια εποχή όπου η γυναίκα δεν έχει ακόμη ορθώσει το ανάστημά της και δεν έχει διεκδικήσει τα δικαιώματα και το δίκιο της στη στενή ανδριώτικη ναυτοκρατούμενη και ιδιότυπα γυναικοκρατούμενη κοινωνία.

Το θέμα, λεπτό. Το αρσενικό και το θηλυκό σε απόλυτα διακριτούς ρόλους, αποσαφηνισμένους με μια σκληρότητα που στερεί από γυναίκες και άντρες την ευαισθησία και την απόκτηση μιας ταυτότητας συνδυασμένης πάντα με το άλλο φύλο. Οι άνθρωποι ζουν κατά μόνας και μόνο περιστασιακά ως ζευγάρια, μαθαίνοντας να απαλύνουν τη μοναξιά τους υποδυόμενοι τους απόλυτα ψυχρούς και λογικούς και βρίσκοντας παρηγοριά οι γυναίκες αυγαταίνοντας το βιος και οι άντρες στις αγκαλιές κάποιας πόρνης ή μιας παράλληλης σχέσης σε κάποιο λιμάνι.

Ανάμεσα στ’ αρσενικά και στα θηλυκά της Άνδρου, της Μικράς Αγγλίας κατ’ ευφημισμόν, η μεγάλη αντροχωρίστρα, η θάλασσα. Οι άντρες ταξιδεύουν, έρχονται επισκέπτες στα σπιτικά τους, επιλέγουν γυναίκα από τον τόπο τους, σε κάθε ταξίδι τους αφήνουν λάφυρο του πόθου κι ένα παιδί, κι έπειτα εγκαταλείπουν τις ερωμένες ή τις νόμιμες συντρόφους τους για να επιστρέψουν στη θάλασσα αφήνοντάς τες να ζουν με τις φωτογραφίες τους και να ξαπλώνουν σε άδεια, παγωμένα σεντόνια και σε κρεβάτια που γουβιάζουν μόνο απ’ την πλευρά όπου πλαγιάζουν τα γυναικεία κορμιά. Οι γυναίκες με τον καιρό απολιθώνονται. Παγώνουν οι καρδιές τους για να μην πονούν. Υποτάσσονται στη λογική και υποτάσσουν το συναίσθημα.

«Ο Σάββας κουμαντάρει το καράβι του κι εγώ κουμαντάρω το σπιτικό» θα πει χαρακτηριστικά η Μίνα, η μάνα της Όρσας και της Μόσχας, των δύο κεντρικών ηρωίδων, η οποία έχει οδηγηθεί στη συναισθηματική νέκρωση έπειτα από τριάντα χρόνια μοναξιάς και αφοσίωσης στα ήθη του νησιού, στο μεγάλωμα των κοριτσιών της και στους λογιστικούς λογαριασμούς της με τους οποίους παντρεύει έως και τις κόρες της.

Αναγκασμένη να ξεχάσει η ίδια τον έρωτα, επιβάλλει αυτή τη στέρηση και στις θυγατέρες της επιλέγοντας για κείνες πλούσιους καπετάνιους και καραβοκύρηδες για συζύγους, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα που έτρεφαν οι ίδιες για άλλους άντρες.

«Είναι πιο εύκολο να σου παίρνει η θάλασσα άντρα που δεν αγαπάς» θα πει σε ανύποπτη στιγμή συμπυκνώνοντας στα λιτά της λόγια όλη την πίκρα που την πότισε η δική της ατέρμονη μοναξιά.

Κρίνοντας την επιλογή των αντρών των κοριτσιών της με βάση το βαλάντιό τους και την κοινωνική τους θέση, η Μίνα, ή «οχιά» όπως την αποκαλούν οι κόρες της, διαπράττει ένα ανήκεστο έγκλημα που θα κοστίσει την ευτυχία των δυο γυναικών και τη ζωή της μίας.

Ο Σπύρος Μαλταμπές, ο κρυφός αγαπημένος της Όρσας, αρχικά κρίνεται από τη μάνα της ακατάλληλος για σύζυγός της επειδή είναι υποπλοίαρχος και δεν έχει καταφέρει ακόμη να χτίσει σπιτικό. Έτσι η Όρσα παντρεύεται τον Νίκο Βακόπουλο, ήδη πλούσιο καπετάνιο και καραβοκύρη, και αναγκάζεται να βυθιστεί στο πένθος της ανεκπλήρωτης αγάπης. Όταν όμως ο Μαλταμπές, πληγωμένος από τον αιφνίδιο γάμο της αγαπημένης του και προσβεβλημένος από την απόρριψη της μάνας της, καταφέρνει να πιάσει την καλή και ζητά το χέρι της μικρής, της Μόσχας, τότε η μάνα θάβει στην ψυχή της το μυστικό της αγάπης του Μαλταμπέ για τη μεγάλη της και δίνει στον πολλά υποσχόμενο γαμπρό τη μικρή.

Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι του δράματος που η Καρυστιάνη καταφέρνει να πλέξει αριστοτεχνικά, ενσωματώνοντας μες στις θηλιές της ιστορίας όλη την ηθογραφία μιας εποχής όπου στο κάδρο της καταπίεσης πρωταγωνιστεί, ως θύτης και ως θύμα, η γυναίκα. Η γυναίκα που υποφέρει και στη συνέχεια διδάσκει την υπομονή και την ανοχή και στα κορίτσια που φέρνει στον κόσμο, ως επιβεβλημένο χρέος και ως αναγκαίο κακό μιας ζωής που την αποδέχεται ως έχει, δίχως αντίδραση.

Δίνοντας όμως στη μικρή της τη Μόσχα τον άντρα που αγαπούσε η μεγάλη, εσωστρεφής Όρσα, όταν πια κατάφερε να γίνει καπετάνιος και να ανελιχτεί κοινωνικά, ξεκινάει ένα δράμα η κορύφωση του οποίου θα φέρει στην επιφάνεια όλη την τραγικότητα της παροπλισμένης γυναικείας συναισθηματικής φύσης.

Η ίδια η συγγραφέας θα πει σε μια συνέντευξή της στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για το βιβλίο: «Η Άνδρος είναι καπετανήσι και γυναικονήσι. Οι γυναίκες περνούσαν άπειρες ώρες μοναξιάς. Βίωναν θάνατο, απώλεια, αναμονή, πένθος και όταν γύριζε ο άντρας μετά από δυο-τρία χρόνια ήταν σχεδόν ξένος. Ήταν απαράβατοι οι όροι και οι κανόνες σ” αυτές τις μικρές κοινωνίες. Μοιραζόντουσαν ταυτότητες. Οι άντρες έπρεπε να είναι θαλασσινοί, ατρόμητοι. Οι γυναίκες υπομονετικές να σέβονται τα εμβάσματα που ερχόντουσαν. Να περνάει καλά η οικογένεια, αλλά να μένουν και στην άκρη χρήματα για ν” αγοράσουν ένα οικοπεδάκι, ένα γαλακτοπωλείο για να καλοπαντρέψουν τις κόρες. Ήταν δύσκολος δρόμος, μια κοινωνική επιταγή που καλούνταν να εκπληρώσουν. Οι άνθρωποι οδηγούνται, δεν καθορίζουν μόνοι τους το πλαίσιο».

Η ταινία, από την άλλη πλευρά, σε σενάριο της ίδιας της συγγραφέως και του συντρόφου της, καταξιωμένου σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απόδειξη δημιουργικότητας ενός ζεύγους που έχει αποδείξει και στο παρελθόν, με «τις Νύφες» και το έργο «Ψυχή βαθιά», ότι όποτε ενώνουν τις δυνάμεις τους οδηγούνται στη γέννηση μιας τέχνης με ιδιαίτερη προσωπικότητα και καταλυτική ταυτότητα.

«Η ταινία μιλάει για τον κόσμο των ναυτικών. Για μια εποχή που μπορεί κανείς να καταλάβει πώς ήταν κοιτώντας τις ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά μιλάει και για το πώς συγκροτείται και σήμερα η κοινωνία, γιατί υπάρχουν πράγματα διαχρονικά» θα πει η συγγραφέας-σεναριογράφος στην ίδια συνέντευξη.

Η επιμονή του Βούλγαρη στη λεπτομέρεια και η χρήση της ψηφιακής κάμερας alexa, που προσφέρει άλλη διάσταση στην αποτύπωση των χρωμάτων και της ευκρίνειας των φωτογραφικών λήψεων, η εξαίσια μουσική, οι καλοζυγισμένες ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών με κορυφαίο κατά την άποψή μου τον Ανδρέα Κωνσταντίνου (Σπύρο), την Πηνελόπη Τσιλίκα (Όρσα) και τη Σοφία Κόκκαλη (Μόσχα) χαρίζουν στον ελληνικό κινηματογράφο την ποιότητα και το κύρος που του αξίζει.

Εξάλλου, το πάντρεμα δυο τεχνών σε αυτή τη μοναδική δουλειά, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, αποδεικνύει την ανυπέρβλητη δύναμη της εικόνας και του λόγου να αποκωδικοποιεί την ανθρώπινη οδύνη και να αποτυπώνει σε όλο τους το μέγεθος τα ανθρώπινα πάθη και τα ανθρώπινα δεινά σε κάθε δύσβατη εποχή. Ίσως μάλιστα οι σκηνές δίχως λόγια να υποσκελίζουν ακόμη κι εκείνες με τις απίστευτα συμπυκνωμένες ατάκες των ηθοποιών. Το λύσιμο των μαλλιών της Όρσας την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον άντρα που δεν αγαπούσε, η κραυγή της Όρσας τη νύχτα που μαθαίνει ότι πνίγηκε ο πρώην αγαπημένος της, τα σπασμένα γυαλιά μες στο σπίτι που συμβολίζουν το ψυχικό, ηθικό γκρέμισμα της οικογένειας, το σκουριασμένο κουτάλι που ξέβρασε η θάλασσα και από το οποίο έπινε νερό η πρωταγωνίστρια, η νεαρή χήρα που δεν τρώει ψάρια επειδή φαντάζεται πως κάποιο ίσως να έχει φάει τον πνιγμένο της άντρα, το κοκκινάδι που απλώνει στα χείλη της η μάνα όταν περιμένει μετά από πολλά χρόνια τον «Οδυσσέα» άντρα της να επιστρέψει, γνωρίζοντας πως δεν γυρίζει μόνο απ’ το ταξίδι στη θάλασσα αλλά και από την αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, η αγωνιώδης συζήτηση των δυο αδελφών για το αν οι άντρες τους πλαγιάζουν με άλλες γυναίκες όσο λείπουν, η Όρσα και η Μόσχα, μεταμφιεσμένες σε γκέισες με τα κιμονό που τους έχει στείλει ο Σπύρος, να ατενίζουν σιωπηλές τη θάλασσα που τις ματώνει, τις μπερδεύει, τις καταδικάζει σε έναν ανέραστο βίο πάνω στην πρώτη ορμή της νιότης τους σμιλεύοντας πάνω στις όψεις τους το σημάδι της μοναξιάς, είναι μόνο λίγες απ’ τις σκηνές που μαγεύουν τον θεατή ίσως περισσότερο και από τον αναγνώστη. Αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων και πολλοί άντρες βγάζουν ναυτικό φυλλάδιο και ανοίγονται στη θάλασσα για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, καταλαβαίνει κανείς ότι ίσως διόλου τυχαία δεν επέλεξε ο Βούλγαρης και η Καρυστιάνη τη στιγμή για να ξαναμιλήσουν στις αίθουσες των κινηματογράφων για παλιά μα διόλου ξεχασμένα δεινά της ελληνικής οικογένειας…

Διαβάστε το και δείτε το λοιπόν!