Ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ (Bohumil Hrabal) γεννήθηκε στο Μπρνο το 1914 και πέθανε στην Πράγα, στις 3 Φεβρουαρίου 1997. Μεγάλωσε στο Νύμπουργκ της κεντρικής Βοημίας. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, αλλά δεν τα εξάσκησε ποτέ. Εργάστηκε ως σιδηροδρομικός, ως χειρώνακτας στη βιομηχανία και ως τεχνικός στο θέατρο. Από το 1963, ασχολήθηκε μόνο με το γράψιμο. Τα πιο γνωστά έργα του είναι «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (1965) και «Υπηρετούσα τον Άγγλο βασιλιά» (1971) που μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Γίρζι Μέντσελ. Οι «Μηδαμινές αποστάσεις» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1974. Δίπλα στον Γιάροσλαβ Χάσεκ, τον Κάρελ Τσάπεκ και τον Μίλαν Κούντερα, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους τσέχους συγραφείς του 20ού αιώνα. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Σε μια κωμόπολη της Βοημίας, πάνω στον Έλβα, εγκαθίσταται ο νέος διαχειριστής της δημοτικής ζυθοποιίας με τη νεαρή γυναίκα του. Ο Φράντσιν είναι σοβαρός και πάντα μετρημένος, ενώ η Μαρία, γεμάτη ζωή, όλο και κάτι επινοεί για να περάσει τις ώρες της, φέρνοντας πολλές φορές σε δύσκολη θέση τον άνδρα της. Παρέα της είναι εργαζόμενοι στη ζυθοποιία, τοπικοί μαγαζάτορες, ακόμη και μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ζυθοποιίας που μαγεύονται από τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της. Αλλά κι ο Φράντσιν, ερωτευμένος καθώς είναι, δεν χάνει ευκαιρία να δείξει την αγάπη του. Την ίδια στιγμή, η νέα εποχή και οι ανακαλύψεις της αρχίζουν να κατακλύζουν την επαρχία και να αλλάζουν το ρυθμό της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής: οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και το ραδιόφωνο φθάνει σε κάθε νοικοκυριό μαζί με το κόντεμα της φούστας (της ουράς του σκύλου, των ποδιών του τραπεζιού…) που γίνεται μόδα.
Τα δώδεκα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου είναι μικρά διαμάντια της καθημερινής ζωής στη ζυθοποιία και, όχι σπάνια, ονειρικά, όπως το επεισόδιο με τη Μαρία και το θείο Πέπιν που ανεβαίνουν στην καμινάδα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι όλος ο κόσμος αγωνιά γι’ αυτούς και στέλνει επειγόντως την πυροσβεστική για να τους κατεβάσει. Το ύφος είναι περιγραφικό και διανθίζεται από το χιούμορ της Μαρίας, τη νοσταλγία για τα παιδικά της χρόνια και την πικρή καμιά φορά αίσθηση της διαφορετικότητας και της αντισυμβατικότητάς της.
Οι Έλληνες αναγνώστες έχουν την τύχη να διαβάσουν τη βιωματική, θα λέγαμε, μετάφραση της Βέρας Κλώντζα-Γιάκλοβα, η οποία κατάγεται από την πόλη αυτή (Νύμπουργκ), στην οποία και ο ίδιος ο Χράμπαλ πέρασε τα παιδικά του χρόνια.