Ένα παραμύθι με γοτθικούς απόηχους

Η Βρετανή Νταϊάν Σέτερφιλντ γνώρισε μεγάλη επιτυχία από το πρώτο της μυθιστόρημα, “Η δέκατη τρίτη ιστορία”, που δημοσιεύτηκε το 2006, μεταφράστηκε σε 38 γλώσσες και μεταφέρθηκε στην οθόνη από το BBC με πρωταγωνίστριες τις Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και Ολίβια Κόλμαν σε διασκευή του Κρίστοφερ Χάμπτον. Το τρίτο της μυθιστόρημα, “Μια φορά … κι ένα ποτάμι”, την οδηγεί το 2019 στο βραβείο Cold Crown που απονέμει η Ένωση Συγγραφέων Ιστορικών Μυθιστορημάτων για το καλύτερο μυθιστόρημα. Και πράγματι, η συγγραφέας έχει γράψει ένα πολύ καλό ιστορικό μυθιστόρημα που κινείται στην κληρονομιά του γοτθικού μυθιστορήματος και του παραμυθιού.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένα βροχερό βράδυ, στον “Κύκνο”, ένα από τα παλαιότερα πανδοχεία στις όχθες του Τάμεση, ένα ανεξήγητο και απροσδόκητο γεγονός πρόκειται να συμβεί. Ο “Κύκνος” είναι ένα πανδοχεία φημισμένο για την αφήγηση ιστοριών, από θαμώνες και ιδιοκτήτες, Έτσι κι αυτό το βράδυ, όλοι αφηγούνται και όλοι ακούν ιστορίες χιλιοειπωμένες. Ώσπου, ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει και ένας βαριά τραυματισμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του. Στα χέρια του κρατάει ένα κοριτσάκι που μοιάζει πεθαμένο. Πολύ σύντομα καταρρέει κι αυτός. Ενώ οι ιδιοκτήτες και η νοσοκόμα που έχει σπεύσει στο πανδοχείο φροντίζουν τον τραυματισμένο άντρα, το κοριτσάκι επιστρέφει στη ζωή. Ποια είναι και πώς βρέθηκε στο ποτάμι; Σε ποιον ανήκει αυτό το παιδί που δεν μιλάει καθόλου; Η εύπορη κυρία Βον πιστεύει ότι είναι η κόρη της Αμίλια που είχε πέσει θύμα απαγωγής και είχε εξαφανιστεί πριν από δύο χρόνια. Η οικογένεια του κτηματία Άρμστρονγκ πιστεύει ότι μπορεί να είναι η εγγονή τους Άλις, την ύπαρξη της οποίας πρόσφατα πληροφορήθηκαν, όταν έμαθαν για τον μυστικό γάμο του πρωτότοκου γιου τους. Και η μοναχική οικονόμος του πάστορα του χωριού νομίζει ότι μπορεί να είναι η χαμένη μικρή αδερφή της, η Ανν. Όλοι οι εμπλεκόμενοι κρύβουν κάτι και για να μπορέσει να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του παιδιού πολλά μυστικά θα πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια.

Λαϊκοί θρύλοι (τα “αλλαξοπαίδια”) και τοπικές παραδόσεις του Τάμεση (ο “Ήσυχος”, ο περαματάρης που σώζει ή οδηγεί στην άλλη ζωή όσους πέφτουν στο ποτάμι) μπλέκονται επιδέξια με το μυστήριο του αναστημένου παιδιού, με τα μυστικά που κρύβουν οι άνθρωποι που το διεκδικούν και με τις ατομικές ιστορίες όσων τυχαία βρέθηκαν στον τόπο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία (ο τραυματισμένος άντρας που αποκαλύπτεται ότι είναι φωτογράφος και δεν έχει καμία συγγένεια με το κοριτσάκι, η νοσοκόμα που τους φροντίζει, οι ιδιοκτήτες του πανδοχείου). Συνεχίζοντας τόσο την παράδοση του γοτθικού μυθιστορήματος, όσο και της αγγλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, η συγγραφέας πλέκει το μυστήριο με την πολυπρόσωπη αφήγηση, με τις –φαινομενικά ασύνδετες με την κύρια υπόθεση– ατομικές ιστορίες των δευτερευόντων προσώπων και υφαίνει μια πολυεπίπεδη ιστορία που εξετάζει ταυτόχρονα τις οικογενειακές σχέσεις, τους δεσμούς της κοινότητας και τις αναταράξεις των επιστημονικών ανακαλύψεων. Παράλληλα, αναδεικνύει σε σημαντικό πρωταγωνιστή της ιστορίας τον Τάμεση, το υγρό στοιχείο που προσφέρει ζωή και σε μια στιγμή μπορεί εύκολα να την αφαιρέσει.

Η προσεγμένη μετάφραση του μυθιστορήματος κάνει την απόλαυση αυτού του γοτθικού παραμυθιού ακόμα μεγαλύτερη.