Είμαστε οι ταριχευμένοι άνθρωποι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι, είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι, είμαστε οι ταριχευμένοι άνθρωποι. Με μια τελετουργική κάθαρση επέρχεται το τέλος, σε μια κενότητα –σωματική και οντολογική– υποτάσσεται η βιωτή. Ουδείς ενδιαφέρεται να μάθει ακόμη και τη λειτουργία του προφανούς. Μα, ακόμη κι εκείνοι, οι λίγοι, που με κάποιο τρόπο μπήκε μέσα τους ο σπόρος της απορίας, ανάθεμα και αν ξέρουν τι θέλουν να ξέρουν.

Είμαστε οι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν αναλλοίωτοι, να χορογραφήσουμε ακόμη και την απουσία μας με μια παρτιτούρα βουβής μονιμότητας.

Ακόμη και αν χρειάζεται το επιδέξιο χέρι του ταριχευτή να επενεργήσει δραστικά, αφαιρώντας ζωτικά όργανα, καθυποτάσσοντας την προϊούσα σήψη, παγώνοντας τον χρόνο της πλήρους απομείωσης της σάρκας.

Αυτός ο ταριχευτής, ο Ευστράτιος Ευθυμίου, είναι ο κεντρικός ήρωας του θεατρικού μονολόγου του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Ένας άνθρωπος του καθήκοντος, που έχει τις δικές του ηθικές επιταγές και επαγγελματικές συνήθειες.

Ένας άνθρωπος που είναι επαινετός για την ευσυνειδησία και την ικανότητά του, αν και ο ίδιος παραδέχεται πως ο πατέρας του, όταν ασκούσε το ίδιο επάγγελμα, ήταν ανώτερός του. Κι όμως, η διάθεσή του δεν εκκινεί από μια υπόσχεση πλουτισμού. Δεν εκτελεί το επάγγελμά του για τα χρήματα. Είναι, άλλωστε, μια εξαιρετικά απλή δουλειά: μονώνει τα σώματα των ανθρώπων που πλέον δεν βρίσκονται εν ζωή. Τους μετατρέπει σε αγάλματα – αυτούς που μέχρι πρότινος ήταν τρεμουλιαστές στήλες θερμότητας.

Αφαιρώντας και το τελευταίο στοιχείο ανθρωπινότητας, ό,τι περίσσεψε από τον θάνατο, και πριν αναλάβουν δράση τα στοιχεία της αποσύνθεσης, εκείνος μετατρέπει τους ανθρώπους σε παγωμένα εκθέματα. Αυτό που κάνει είναι να αξιοποιεί όλα εκείνα που ξέρουν οι άλλοι (ή νομίζουν ότι ξέρουν) για τη ζωή. Τόσο απλά, τόσο απομαγευτικά. Ούτε κι ο ίδιος τρέφει αυταπάτες για το métier του: είναι αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω.

Κι όμως, αυτή τη φορά βρίσκεται μπροστά σε μια κατάσταση που διαφεύγει  την κανονικότητα της καθημερινής του ασχολίας. Κάτω από τον πάγκο εργασίας, σκεπασμένος ερμητικά με ένα σεντόνι, βρίσκεται ένας ανθρώπινος όγκος τον οποίο ο Ευθυμίου δεν θέλει να αναλάβει. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι βρίσκεται από κάτω: μια γυναίκα; Μήπως ένα παιδί; Προσπαθεί παντί τρόπω να πείσει τους εντολείς του να τον απαλλάξουν από αυτή την παραγγελία. Μετέρχεται κάθε μέσο για να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Γίνεται κυνικός, σκληρός, προσπαθεί να πάει με τα νερά τους, αλλά τελικά πείθεται να πράξει τα δέοντα.

Όλο το έργο είναι ένας μονόλογος που καταβυθίζεται στα όρια της ανθρώπινης ανάγκης να υπάρξει με κάθε μέσο, αλλά παράλληλα να μην μείνει ποτέ ίδια και αναλλοίωτη. Θέλουμε να είμαστε αυτοί που γνωρίζουμε. Εντούτοις, επειδή ακριβώς δεν γνωρίζουμε τι είμαστε, επιθυμούμε να είμαστε και κάτι άλλο. Ακόμη και τη στιγμή που παύει η ύπαρξη να αποθεώνει τον εαυτό της, καθώς πλέον έχει περάσει στην άλλη όχθη –της ολοκληρωτικής απουσίας–, ακόμη και τότε ο άνθρωπος ψάχνει τρόπους να υπάρξει έστω και με την παρηγορητική ψευδαίσθηση της παγωμένης του εικόνας. Σαν έκθεμα σε ένα μουσείο ωμοτήτων.

Το έργο αναλαμβάνει όχι η φύση, ούτε ο δημιουργός, αλλά ένας επαγγελματίας, ένας άλλος άνθρωπος που έχει ταχθεί στον βωμό του καθήκοντος. Ταριχεύει τους ταριχευμένους. Αυτό που αλλάζει είναι το υλικό με το οποίο παραγεμίζει κανείς την ανθρώπινη σάρκα. Εκεί που πριν βασίλευε η άγνοια, η ψευδαίσθηση, η αδαημοσύνη, τώρα κυριαρχούν τα χημικά στοιχεία που θα κρατήσουν την ανθρώπινη οντότητα σε μια κατάσταση στοιχειακή, παγωμένη.

Η παραλλακτική παρέμβαση του νέου δημιουργού φυσικά και δεν εμπνέει ζωή. Τη χρησιμοποιεί, όμως, για να την ακινητοποιήσει σε μια αλύγιστη πυκνότητα-κενότητα. Απέξω, ο ταριχευμένος μοιάζει αναλλοίωτος, μέσα είναι εντελώς κούφιος. Η τελική εικόνα, όμως, ελάχιστα ομοιάζει με αυτό που εκείνος πιθανολογούσε ότι είναι. Ή νόμιζε ότι ήταν. Τα πάντα έχουν ξεφύγει από τα στενά όρια της μικρόνοιάς του. Δεν χρειάζεται να ονοματιστεί, να κουβαλήσει μια λέξη-σύμβολο για να υπάρξει. Έτσι κι αλλιώς πλέον δεν υπάρχει. Είναι κάτι άλλο.

Το έργο «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη πρωτοπαρουσιάστηκε το 2006 στο πλαίσιο του Θεσμού «Θεατρικά Αναλόγια» στο θέατρο Άλεκτον. Κατόπιν επιλέχθηκε από το Ίδρυμα Qouasimodo και συμπεριλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου, μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες και παρουσιάστηκε στη Βουδαπέστη και στο Μιλάνο. Εσχάτως παίχτηκε στο Studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία του Ορέστη Τάτση με τον ηθοποιό Δημήτρη Μηλιώτη στον ρόλο του Ευστράτιου Ευθυμίου.