Η χθόνια κόλαση του Γουαϊόμινγκ
Υπάρχει ένας τόπος τραχύς σαν άκοπη πέτρα και σαν κοκκινόχωμα που ο ξηραντικός άνεμος της ερήμου το σβαρνίζει πάνω από τους ανθρώπους και τα ζώα. Υπάρχει ο τόπος της Άννυ Πρου.
Λέγεται Γουαϊόμινγκ, αλλά μπορεί να είναι μια πρόφαση, ένας συμβολικός τόπος όπου ακόμα και αν είναι… μια χαρά κι έτσι (ο τίτλος που φέρει η συγκεκριμένη συλλογή), στην πραγματικότητα μπορεί να εννοεί: άσʾτα έτσι όπως είναι και αν έχουν χαλάσει, μην προσπαθήσεις να τα διορθώσεις.
Οι ήρωες της Πρου δεν είναι… ήρωες, δεν φέρουν τον θόρυβο μιας ελπιδοφόρας προσωπικότητας, μέσα τους δεν αντηχεί το ενεργό πάθος για κάτι που μέλλει να τους συμβεί και θα είναι καλό.
Το πάθος τους είναι η αδυναμία τους, το στερητικό βάσανο μιας ιδέας που δεν βρίσκει γόνιμο έδαφος να αναπτυχθεί. Ιστορίες για ραντζέρηδες, για κάουμποϊς, για γυναίκες χθόνιες, για ζώα που παγώνουν στη δολερή ακινησία τους – ή στον ωμό θυμό τους. Ιστορίες για τόπους που μετέχουν με τρόπο δραματικό, ωσάν να έχουν αποκτήσει ανθρώπινη μορφή. Κορμοί δέντρων, συστοιχίες φύλλων, το τρικύμισμα του χώματος, η ακοίμητη μορφή της πέτρας, δρόμοι αδιάβατοι και δρόμοι που οδηγούν κάπου ολότελα μακριά.
Αυτή είναι η τρίτη συλλογή της Αμερικανίδας που έλκει το υλικό της από το σκληρό και αξεδιάκριτο Γουαϊόμινγκ. Έχουν προηγηθεί το “Close Range” και το “Bad Dirt”: δύο βιβλία γεμάτα από ανθρώπους της άγριας Δύσης που «χωμένοι μέσα στον κύκλο» υποτάσσονται στα παθήματα της μοίρας. Διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει στα διηγήματα της Πρου: ένα κακό ριζικό κρέμεται πάνω από τα ορθωμένα κεφάλια των ανθρώπων – ο τόπος από μόνος του είναι ένα μοιραίο μαρκάρισμα που κάνει την αντίληψη της ζωής ακόμα πιο επισφαλή.
Η Πρου κινείται παράλληλα με τον Κόρμακ ΜακΚάρθι, δίχως όμως να προσδίδει στα πράγματα και στις καταστάσεις την ακλόνητη επισημότητα του συμπατριώτη της. Αν για τον ΜακΚάρθι το υλικό των ανθρώπων και οι τόπο όπου ζουν συναποτελούν μια σεβάσμια τραγωδία, για την Πρου η απλότητα διατηρεί την υπόστασή της μέχρι τέλους. Κι όμως, η μοιραία σφραγίδα διατηρείται έκτυπη στις ζωές των ηρώων της.
Περισσότερες συγγένειες βρίσκει κανείς στην επινοημένη γλώσσα του Γουίλιαμ Φώκνερ που λες και αντανακλά –σαν ένα λεκτικό ψέλλισμα– στις προτάσεις της Πρου. Υπάρχει ένας ιδεαλισμός για τη φύση, μια ταλαντευόμενη συμπάθεια για ό,τι πρόκειται να συμβεί σε αυτούς τους ανθρώπους. Και τους συμβαίνουν πολλά.
Ένας γέρος που διαμένει σε γηροκομείο αποκαλύπτει μετά από χρόνια τις εξωσυζυγικές σχέσεις του, ένα μωρό φεύγει από την καρότσα ενός αγροτικού και σκοτώνεται, μια γυναίκα γυρνάει σακατεμένη από τον πόλεμο στο Ιράκ, ένας άντρας με σπασμένο πόδι φαίνεται μια χαρά, μέχρι που πεθαίνει, μια μοναχική πεζοπόρος πεθαίνει σε έναν ξερότοπο, καθώς το πόδι της έχει μπλεχτεί σε έναν ογκόλιθο, ένα ζευγάρι κάνει όνειρα για μια άλλη ζωή που δεν ευοδώνονται, ένα… φασκομηλόπαιδο εξαφανίζει ανθρώπους λες και τους καταπίνει μια μαύρη τρύπα. Όλα αυτά συμβαίνουν με θαυμαστές εναλλαγές πικρού χιούμορ –στο στυλ του Πύντσον και του Βόνεγκατ– και άλλοτε με μια αποδραματοποιημένη τονικότητα που σφάζει με το βαμβάκι.
Από τις εννιά ιστορίες οι μόνες που μοιάζουν παράταιρες και γραμμένες σε διαφορετικό στυλ, είναι οι δύο που αναφέρονται στον Διάβολο (ναι, στον Διάβολο) που, ως εκπεσών άγγελος, περιγελάει την ανθρωπότητα και το λερό ποίμνιο της κόλασης.
Η Πρου φτιάχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τελετουργία της πτώσης που σταδιακά έρχεται και προσδένεται στις ζωές των ανθρώπων του Γουαϊόμινγκ. Είναι ένας βραχνός ψίθυρος, μια κόλαση στεναγμών και ανεκπλήρωτων πόθων και αβυσσαλέας εμπειρίας κάτω από τον ηλιοψημένο ουρανό της πολιτείας τους.
Να σημειωθεί πως έγινε γνωστή από την κινηματογραφική ταινία “Brokeback Mountain” που στηρίχθηκε σε ένα δικό της έξοχο διήγημα.
Η μετάφραση, έξοχη και σφριγηλή, όπως η γλώσσα της Πρου, ανήκει στον Αύγουστο Κορτώ.