«Χιόνιζε παράσιτα στου μέσα σου τη μουσική»

Η ποίηση είναι ένα μονοπάτι, τόσο για εκείνον που γράφει, όσο και για εκείνον που διαβάζει: όταν διαβάζεις καλή ποίηση, κάτι συντελείται μέσα σου, μια αλλαγή, ένα άνοιγμα του εαυτού σου, που μπολιάζεται με καινούριο υλικό. Έπειτα, ο τρόπος που βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι, είναι διαφορετικός.

Αυτό ακριβώς είναι το αίσθημα που μου δημιούργησαν τα ποιήματα του πρωτοεμφανιζόμενου και βραβευμένου με το βραβείο «Γιάννη Βαρβέρη» από την Εταιρεία Συγγραφέων, Παναγιώτη Μηλιώτη.

Στη συλλογή «Μια ανάσα δρόμο», διαβάζουμε στίχους στέρεους, καλά δουλεμένους, φορτισμένους συναισθηματικά αλλά χωρίς να ξεφεύγουν προς το συναισθηματισμό, με αφετηρία το εγώ αλλά με απεύθυνση στο εμείς. Στίχους που τους ξαναδιαβάζεις για να εντυπωθούν μέσα σου (όπως αυτός που επέλεξα ως τίτλο της παρουσίασης από το ποίημα «Μήπως και προλάβεις την καταστροφή»). Η ποίηση του Παναγιώτη Μηλιώτη είναι χαμηλών τόνων αλλά υψηλής, εσωτερικής θερμοκρασίας, με γραφή δυναμική: η φλέβα της ποίησής του δεν παραδίδει τα όπλα και παλεύει τη «Νύχτα», που συχνά συναντάμε ως απειλή στα ποιήματα της συλλογής.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια, θα επέλεγα το «Φθινόπωρο», το ομώνυμο «Μια ανάσα δρόμο» που κλείνει, ως τελευταίο της συλλογής, τον κύκλο που ανοίγει ο τίτλος της, και το εξαιρετικό «Ταυτότητα» – είναι εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο: «Τόσο που ανοίγω τα πόδια/για να πηδώ τα ρήγματα της μέρας/ψάχνοντας να πιαστώ σε τίποτε λαβές/τόσο ξεχνώ πού ακουμπώ την ταυτότητα».

Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να βρει τρόπους και δρόμους, να διασκελίσει ρήγματα και να κρατηθεί από λαβές, ανασαίνει, συχνά ασθμαίνοντας, μέσα στα ποιήματα του Μηλιώτη, και μας είναι οικείος – μπορεί να είναι και το πρόσωπο που συναντάμε κάθε πρωί στον καθρέφτη.